Με τη δημοσιευθείσα στις 20-10-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) παρέσχε διευκρινίσεις αναφορικά με την ισχύ διοικητικών πράξεων οι οποίες εκδίδονται υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου, όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 [κανονισμού σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά] προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».
Ιστορικό της υπόθεσης
Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, Ekofrukt, είναι εμπορική εταιρία με εταιρικό σκοπό τη χονδρική και λιανική πώληση οπωροκηπευτικών σε διάφορα σημεία πώλησης. Η εταιρία αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο φορολογικού ελέγχου για τις φορολογικές χρήσεις ΦΠΑ της περιόδου από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 2014.
Κατόπιν του ελέγχου αυτού, οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν διορθωτική πράξη επιβολής φόρου στις 4 Μαΐου 2017. Ο Διευθυντής, κατόπιν ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ακύρωσε την πράξη αυτή με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2017 και διέταξε τη διενέργεια νέου φορολογικού ελέγχου.
Στο πλαίσιο του νέου αυτού ελέγχου, οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, διορθωτική πράξη επιβολής φόρου συνολικού ποσού 30.915,50 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 15.800 ευρώ) για ΦΠΑ που αφορούσε τις φορολογικές χρήσεις των μηνών Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2014, πλέον τόκων υπερημερίας. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με απόφαση του Διευθυντή της 18ης Σεπτεμβρίου 2018.
Όλα τα έγγραφα της φορολογικής αρχής που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω φορολογικού ελέγχου είχαν τη μορφή ηλεκτρονικών εγγράφων τα οποία έφεραν ηλεκτρονικές υπογραφές.
Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικού πρωτοδικείου του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία), προσφυγή κατά της αποφάσεως του Διευθυντή της 18ης Σεπτεμβρίου 2018.
Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής αμφισβήτησε το κύρος των εκδοθέντων ηλεκτρονικών εγγράφων, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι πρόκειται για ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν ηλεκτρονικές υπογραφές και, αφετέρου, ότι δεν υπάρχει «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».
Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσκομίστηκαν αποσπάσματα από το μητρώο ηλεκτρονικών υπογραφών, από τα οποία προκύπτει ότι ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης είχε χαρακτηρίσει τις υπογραφές των φορολογικών αρχών ως «υπηρεσιακές ηλεκτρονικές υπογραφές». Κατά τις γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων που προσκομίστηκαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι ηλεκτρονικές υπογραφές που έχουν τεθεί στα προσβαλλόμενα από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης ηλεκτρονικά έγγραφα δεν αποτελούν «εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 9ΕΕ) 910/2014.
Το αιτούν δικαστήριο έκρινε, εντούτοις, αναγκαίο να διευκρινιστεί η έννοια αυτή. Εξάλλου, επισήμανε ότι απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την έκταση του ελέγχου όσον αφορά το κατά πόσον οι εν λόγω υπογραφές συνάδουν με τις πληροφορίες που πρέπει βάσει του νόμου να περιέχουν τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να διαπιστώσει αν υφίσταται ή όχι τέτοια υπογραφή. Συναφώς, διερωτήθηκε, μεταξύ άλλων, ποια είναι η αξία μιας «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής», όπως αυτή την οποία χρησιμοποίησε ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης, μολονότι η έννοια αυτή δεν υφίσταται στη βουλγαρική έννομη τάξη.
Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό ότι το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 απαγορεύει την αμφισβήτηση ηλεκτρονικών εγγράφων και, επομένως, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ένα ηλεκτρονικό έγγραφο φέρει μη εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, το έγγραφο αυτό θεωρείται έγκυρο. Η προσέγγιση αυτή έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ανισορροπίας μεταξύ, αφενός, ενός έντυπου εγγράφου που φέρει ιδιόχειρη υπογραφή και, αφετέρου, ενός ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή. Σε περίπτωση αμφισβήτησης εγγράφου εκδοθέντος σε έντυπη μορφή, η οποία οδηγεί στη διαπίστωση ότι η επ’ αυτού τεθείσα υπογραφή δεν είναι η υπογραφή του φερόμενου συντάκτη του, το επίμαχο έγγραφο κηρύσσεται άκυρο ελλείψει υπογραφής. Αντιθέτως, στην περίπτωση ηλεκτρονικού εγγράφου, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι η ηλεκτρονική υπογραφή δεν αποτελεί «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», το έγγραφο αυτό δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ανυπόγραφο και, ως εκ τούτου, παραμένει έγκυρο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικό πρωτοδικείο του Veliko Tarnovo) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014, δεν αντιτίθεται στην ακύρωση διοικητικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η ακύρωση της πράξης αυτής δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή.
Ακόμα, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι το γεγονός ότι δεν υφίσταται «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014, αρκεί για να αποδειχθεί ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν συνιστά «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του ίδιου κανονισμού, ο δε τυχόν χαρακτηρισμός της ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» δεν ασκεί συναφώς επιρροή.
Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η καταχώριση ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης δεν αρκεί για να πληροί η συγκεκριμένη υπογραφή τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) 910/2014 προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού. Όταν ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει αν πληρούνται όλες οι σωρευτικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υποχρέωση που του επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.
Τέλος, κατά το Δικαστήριο, όταν ελέγχεται η συμμόρφωση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιεί το κυριλλικό αλφάβητο για την αναγραφή του, αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο δεν αποκλείει το να θεωρηθεί η ηλεκτρονική υπογραφή του ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υπό την προϋπόθεση ότι η υπογραφή αυτή συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και καθιστά δυνατή την ταυτοποίησή του, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
Πηγή: lawspot.gr