Με τον πρόσφατο νόμο 4967/ 2022 (Α’ 171), η εθνική μας έννομη τάξη καλωσόρισε την ενσωμάτωση των Οδηγιών 2019/ 770 και 2019/ 771.
Οι Οδηγίες αυτές δημιούργησαν ένα νέο πακέτο συμβατικών κανόνων και ρυθμιστικών υποχρεώσεων όσον αφορά την προμήθεια και παροχή ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακής υπηρεσίας, και επιφέρουν τροποποιήσεις σε ένα σύνολο νομοθετικών συστημάτων, από τον Αστικό Κώδικα στο Δίκαιο Καταναλωτή.
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επεξεργασίας στις οικείες νομοπαραρασκευαστικές επιτροπές, πλέον οι ως άνω Οδηγίες ενσωματώθηκαν στην Εθνική Έννομη Τάξη με τον ως άνω νόμο, σκοπός του οποίου: α) η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των σύγχρονων συναλλαγών και των συναλλασσομένων και β) ο εκσυγχρονισμός του δικαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, με έμφαση στην ψηφιακή διάσταση των οικείων συμβάσεων.
Έτσι, με το Μέρος Γ’ του ως άνω νόμου, τροποποιείται το παραδοσιακό δίκαιο της πώλησης, σε συμμόρφωση με την Οδηγία 2019/ 771 – με μεγαλύτερη ιδιομορφία τη δημιουργία ενός νέου τύπου πώλησης, αυτήν της πώληση κινητού πράγματος με “ψηφιακά στοιχεία”, με προσθήκη νέου άρθρου 513Α. Έτσι, οι διατάξεις της πώλησης εφαρμόζονται σε πώληση που αφορά κάθε ενσώματο κινητό αντικείμενο που ενσωματώνει ή διασυνδέεται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απουσία του εν λόγω ψηφιακού περιεχομένου ή της εν λόγω ψηφιακής υπηρεσίας να παρεμποδίζει τα αγαθά από το να εκτελούν τις λειτουργίες τους («αγαθά με ψηφιακά στοιχεία»). Παράδειγμα; ένα νέο κινητό. Για τις ιδιομορφίες του νέου δικαίου της πώλησης θα μιλήσουμε σε άλλο κείμενό μας.
Ωστόσο, στο Μέρος Β’ του εν λόγω νόμου εισάγεται στην εθνική έννομη τάξη ο θεσμός της “ύμβαση παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας”. Προβλέπεται ότι ο προμηθευτής έχει υποχρέωση να παράσχει στον λήπτη ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία και ο λήπτης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο αντάλλαγμα.
Μάλιστα, η βασική του (συμβατική και όχι εγγυητική) υποχρέωση, είναι να να παράσχει το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από τη σύναψη της σύμβασης.
Ο προμηθευτής λογίζεται ότι έχει ανταποκριθεί στην υποχρέωση παροχής όταν: α) το ψηφιακό περιεχόμενο ή οποιοδήποτε μέσο κατάλληλο για την προσπέλαση ή μεταφόρτωση ψηφιακού περιεχομένου καθίσταται διαθέσιμο ή προσβάσιμο από τον λήπτη ή από τη φυσική ή εικονική εγκατάσταση που έχει επιλέξει ο λήπτης για τον σκοπό αυτόν, β) η ψηφιακή υπηρεσία καθίσταται διαθέσιμη στον λήπτη ή στη φυσική ή εικονική εγκατάσταση που έχει επιλέξει ο λήπτης για τον σκοπό αυτόν.
Η ευθύνη του “παρόχου” είναι αντικειμενική. Ο προμηθευτής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν δεν παράσχει το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία και φέρει το βάρος της απόδειξης όσον αφορά στην παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Ωστόσο, εκτός από την “παροχή”, πρέπει να υπάρχει και “απόκριση στη σύμβαση”. Με το νέο νόμο δημιουργείται ένα ενιαίο πραγματικό μη εκπλήρωσης – η λεγόμενη “έλλειψη ανταπόκρισης”, που διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενική. Και πάλι, η ευθύνη του παρόχου είναι μη πταισματική (εκτός από την αξίωση αποζημίωσης του άρθρου 26 παρ. 1 του εν λόγω νόμου).Έλλειψη ανταπόκρισης που εμφανίζεται μέσα σε ένα (1) έτος από την παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παροχή.
Όταν ο προμηθευτής ευθύνεται για έλλειψη ανταπόκρισης, ο λήπτης δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων άρθρων, να: α) απαιτήσει αποκατάσταση της ανταπόκρισης του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, β) μειώσει το αντάλλαγμα, γ) λύσει τη σύμβαση και δ) απαιτήσει αποζημίωση.
Πηγή: lawspot.gr