Η δυναμική μορφή και εξέλιξη της τεχνολογικής πραγματικότητας έχει επιφέρει πολλαπλά αποτελέσματα στην εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών (σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο). Μετασχηματίζει δομές και υποδομές κρατών και κοινωνιών, συμπεριφορές ατομικών και συλλογικών οντοτήτων, και ταυτόχρονα διαμορφώνει και εξελίσσει τις σύγχρονες προκλήσεις και κινδύνους.
Μία από τις προκλήσεις αυτές αποτελεί η σοβαρή εγκληματική δραστηριότητα σε όλες τις μορφές της αφού «αξιοποιεί» το περιβάλλον της τεχνολογίας αλλά και αδυναμίες και κενά θεσμικών διαστάσεων σε τομείς όπως το Κυβερνοέγκλημα (κυρίως απάτες, σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων, κυβερνοεπιθέσεις), η παράνομη διακίνηση ανθρώπων (human trafficking), η διακίνηση των ναρκωτικών (drug trafficking), η διακίνηση όπλων, ο παράνομος τζόγος και οι αθλητικές δραστηριότητες, η διακίνηση ψεύτικων και απομιμητικών αγαθών όπως τα φάρμακα, είδη ένδυσης, κα.
Με τον τρόπο αυτό το σοβαρό οργανωμένο έγκλημα (serious organized crime) αποκομίζει τεράστια κέρδη σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, τα οποία φροντίζει να «καθαρίσει», να «ξεπλύνει», αποκρύπτοντας την παράνομη προέλευση τους.
Η διαδικασία αυτή είναι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία την εποχή της συνδεδεμένης κυβερνοπραγματικότητας αποκτά άλλη διάσταση, αφού λαμβάνει χώρα σε ένα πολύπλοκο και γεμάτο αβεβαιότητες περιβάλλον.
Τη στιγμή που οι σύγχρονες οικονομικές συναλλαγές ξεπερνούν παραδοσιακές πρακτικές και συμπεριφορές που είχαν δομηθεί από το παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα (μέσα από την λειτουργία των τραπεζών) το φαινόμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες απέκτησε άλλη διάσταση (με τη χρήση εργαλείων και δυνατοτήτων όπως η χρήση του κρυπτοχρήματος, η χρήση του σκοτεινού διαδικτύου και όχι μόνο) .
Όπως προκύπτει και από πρόσφατη διεθνή έκθεση της Europol, τεράστια διεθνή δίκτυα δραστηριοποιούνται στην παράνομη χρηματοδότηση, βασιζόμενα σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους, πολύπλοκες νομικές εταιρικές οντότητες, εκφραστών της διαφθοράς (πολιτικής και μη), όπου εναποθέτουν τους καρπούς της φοροδιαφυγής, της απάτης και του «ξεπλυμένου» χρήματος.
Οι παράνομες χρηματοοικονομικές ροές υπονομεύουν την οικονομική πρόοδο και ανάπτυξη, τροφοδοτούν την τρομοκρατία, και συνδέονται με τη διαφθορά. Οι νομιμοποιητές εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι κατ ουσία το μακρύ χέρι του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η πραγματική αποτίμηση της κλίμακας της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι δύσκολο να αποτυπωθεί αλλά θεωρείται σημαντική.
Tο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC) εκτιμά ότι κάθε χρόνο ξεπλένεται από 2 έως 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει μεταξύ 715 δισεκατομμυρίων και 1,87 τρισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο. Κοινή διαπίστωση των αρχών αντιμετώπισης του φαινομένου της νομιμοποίησης εσόδων είναι ότι το οικονομικό κίνητρο και το παράνομο κέρδος αποτελεί κομβικό σημείο για τους εκφραστές του οργανωμένου εγκλήματος (και της διαφθοράς).
Για το λόγο αυτό ο εντοπισμός, μέσω των ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων, των παράνομα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, έργο δύσκολο και πιο πολύπλοκο την εποχή της κυβερνοπραγματικότητας.
Άτομα, ανώτερα κυβερνητικά και διοικητικά στελέχη (πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα), επιχειρήσεις, μη κυβερνητικοί οργανισμοί βρίσκονται πολλές φορές μέσα σε λίστες (όπως τα Pandora papers) που χρήζουν περαιτέρω εξειδικευμένης διερεύνησης και ποινικής αντιμετώπισης.
Για το λόγο αυτό η διεθνής συνεργασία οργανισμών, κρατών, φορέων έχει δημιουργήσει μια σειρά από πλατφόρμες και εργαλεία, ενίσχυση μηχανισμών με υιοθέτηση καλών πρακτικών, με την ανταλλαγή των πληροφοριών, με την ενίσχυση του νομικού πλαισίου, με τη συμμετοχή σε διεθνείς επιχειρήσεις αντιμετώπισης της μεταφοράς παράνομου χρήματος, με την διαρκή εκπαίδευση των ατόμων που καλούνται να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο.
Τέλος η έννομη τάξη, όπως εκφράζεται από το κράτος δικαίου και τους δημοκρατικούς θεσμούς, η ενωσιακή διακυβέρνηση και νομοθεσία αλλά και η εγχώρια πολιτική και νομική πραγματικότητα θα πρέπει να προτεραιοποιήσουν την αντιμετώπιση του φαινομένου της νομιμοποίησης εσόδων, μέσα από την ενίσχυση της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της δικαιοσύνης και την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων (στους οποίους θα περιλαμβάνονται και οι ΤΠΕ και η ενίσχυση των σχετικών ψηφιακών δεξιοτήτων).
Αυτό απαιτεί βούληση, όραμα και στρατηγική την οποία καλό είναι να εκφράσουν έγκαιρα οι θεσμικοί φορείς των δημοκρατικών κοινωνιών και όχι αυτοί των άνομων συμφερόντων γιατί τότε θα είναι αργά για τις κοινωνίες μας.
Γιώργος Παπαπροδρόμου
Υποστράτηγος ε.α.Πτυχιούχος Νομικής ΑΠΘ – Ειδικός σε θέματα αντιμετώπισης Κυβερνοεγκλήματος
Γιαννιτσά, 23/1/2022
Πηγή: naftemporiki.gr