Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο: «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών καθώς και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ».
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ενσωματώνονται στην εθνική έννομη τάξη η Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (L 136) καθώς και η Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ και την κατάργηση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ (L 136).
Οι δύο οδηγίες συγκροτούν ένα ενιαίο συστηματικό σύνολο, λειτουργικά εναρμονισμένο, στενά συνδεδεμένο και αλληλοσυμπληρούμενο, που διαπνέεται από συναφή νομοθετική σύλληψη και κατατείνει σε κοινό ρυθμιστικό σκοπό.
Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 αντικαθιστά την Οδηγία 1999/44 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, η οποία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 3043/2002 (Α’ 192), ο οποίος επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στις διατάξεις των άρθρων 534 έως 572 ΑΚ.
Κατά το άρθρο 4 αμφοτέρων των Οδηγιών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν καταρχήν να υιοθετούν στο εθνικό δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Αυτό ισχύει τόσο για εθνικές διατάξεις που εντείνουν όσο και για εθνικές διατάξεις που απομειώνουν το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή (αγοραστή) που διασφαλίζεται με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Υιοθετείται δηλαδή το μοντέλο της μέγιστης ή πλήρους εναρμόνισης. Πρόκειται για σημαντική μεταβολή σε σύγκριση με την Οδηγία 1999/44, που ακολουθούσε το πρότυπο της ελάχιστης εναρμόνισης.
Η μεταβολή αυτή έχει επίδραση στην ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου των εθνικών ρυθμίσεων που πρέπει να θεσπισθούν. Έτσι, δεν είναι πλέον, για παράδειγμα, δυνατή η μη υιοθέτηση της προβλεπόμενης στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 ιεραρχικής διαβάθμισης των δικαιωμάτων του καταναλωτή (αγοραστή) σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για μη ανταπόκριση του πράγματος στη σύμβαση. Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών καταλαμβάνει αποκλειστικά συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου, που ενεργεί για σκοπούς που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητά του, το οποίο έχει την ιδιότητα του πωλητή ή του προμηθευτή αντίστοιχα, και καταναλωτή, ο οποίος έχει την ιδιότητα του αγοραστή ή του λήπτη αντίστοιχα, είναι δηλαδή περιορισμένο στο πεδίο πωλήσεων από επιχειρηματία προς καταναλωτή (B2C).
Ωστόσο, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 16 του προοιμίου της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 και 21 του προοιμίου της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 είναι δυνατή η επέκταση των ρυθμίσεών της σε συμβάσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της. Επομένως, η ενωσιακή ρύθμιση είναι γενικεύσιμη σε κάθε είδους σύμβαση πώλησης ή παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών. Ενόψει αυτού αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού, όπως εξάλλου είχε συμβεί και αναφορικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ, εάν η εθνική ρύθμιση πρέπει να ακολουθήσει το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 ή να γενικευθεί, ώστε να καταλάβει κάθε σύμβαση πώλησης, ανεξάρτητα από την ιδιότητα των συμβαλλομένων. Για μία σειρά από ουσιώδεις λόγους αποφασίστηκε η γενίκευση της ρύθμισης και η ενσωμάτωσή της στον Αστικό Κώδικα.
Ειδικότερα, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός μεν, μέσω της αποφυγής νομοθετικής διάσπασης, η συνοχή του εξωτερικού συστήματος του δικαίου των συμβάσεων, αφετέρου δε προστατεύεται και ενισχύεται η τελολογική και αξιολογική ενότητα του δικαίου αυτού. Επιπλέον, στη λύση αυτή συνηγορεί η υφιστάμενη ενσωμάτωση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ στον Αστικό Κώδικα, οι διατάξεις της οποίας, σε μεγάλο βαθμό, επαναλαμβάνονται, τροποποιούνται ή συμπληρώνονται με τις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771. Κρίθηκε λοιπόν ότι με ευκαιρία την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 θα πρέπει να εκσυγχρονισθούν οι διατάξεις του κεφαλαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, ώστε να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην ψηφιακή οικονομία και να ρυθμίζεται κατά τρόπο ενιαίο κάθε πώληση, ανεξαρτήτως της ιδιότητας των συμβαλλομένων ως εμπόρων ή καταναλωτών. Οι λόγοι που επέβαλαν την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2019/771 ισχύουν κατά βάση και για την Οδηγία (ΕΕ) 2019/770.
Εξάλλου υπάρχει ταύτιση ρυθμίσεων, όπως δεικνύουν ιδίως οι νέες διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν στο πράγμα με ψηφιακά στοιχεία. Επιπλέον, η ύπαρξη ριζικά διαφορετικού πεδίου εφαρμογής μεταξύ των δύο νομοθετημάτων θα δημιουργούσε σημαντικά συστηματικά ζητήματα, ρυθμιστικά κενά και νομοθετική ασυνέπεια στη ρύθμιση όμοιων προβλημάτων. Το κυριότερο πάντως είναι ότι και οι διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 καλύπτουν ρυθμιστική ανάγκη τόσο στις καταναλωτικές όσο και στις μη καταναλωτικές συμβάσεις, καθώς παρέχουν σαφή και ασφαλή νομική ρύθμιση για ουσιώδη στοιχεία των ρυθμιζόμενων σχέσεων, και μάλιστα καθ’ υπέρβαση των δυσχερών στο ρυθμιστικό αυτό πεδίο τυπολογικών διακρίσεων των συμβάσεων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η χρησιμότητα ένταξης μια σχέσης σε έναν γνωστό συμβατικό τύπο, ιδίως για ζητήματα που απουσιάζει ρύθμιση). Επιπλέον, από δικαιοπολιτική σκοπιά οι ρυθμίσεις και αυτής της Οδηγίας είναι γενικεύσιμες και ανταποκρίνονται ισορροπημένα στα συμφέροντα του προμηθευτή και του λήπτη και στις μη καταναλωτικές συμβάσεις. Τα ψηφιακά αγαθά, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με τον αν απευθύνονται σε καταναλωτές ή επαγγελματίες και επιχειρήσεις και αυτό συνηγορεί στη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων και την αποφυγή και εδώ (όπως και στο δίκαιο της πώλησης) της πολυδιάσπασης του δικαίου.
Οι ενιαίοι κανόνες και η ασφάλεια δικαίου που δημιουργούν όχι μόνο δεν παραβλάπτουν αλλά υπηρετούν τα συμφέροντα των προμηθευτών. Οι τελευταίοι άλλωστε στη πράξη, μέσω των γενικών όρων τους και της διαμόρφωσης των ιστοσελίδων και των λοιπών δικτύων, προωθούν στην αγορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους με αδιαφοροποίητο τρόπο ανεξαρτήτως της ιδιότητας του λήπτη τους.
Από την άλλη μεριά ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής μόνο στους καταναλωτές, με τη στενή ενωσιακή έννοια που εισήχθη πρόσφατα και στον ν. 2251/1994 (Α’ 191), δεν θα δημιουργούσε μόνο σημαντικά ερμηνευτικά ζητήματα ιδίως στις περιπτώσεις συμβάσεων διττού σκοπού, καταναλωτικού και μη, αλλά πρωτίστως δεν θα παρείχε ασφαλές νομικό πλαίσιο και προστασία στους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές και μεσαίες, που όλο και περισσότερο χρησιμοποιούν τυποποιημένα ψηφιακά αγαθά και υπηρεσίες για σημαντικές καθημερινές τους λειτουργίες. Ιδίως όταν είναι τελικοί αποδέκτες, η θέση τους δεν διαφοροποιείται σε σχέση με τους λήπτες που επιδιώκουν προσωπική μόνο χρήση.
Αντίθετα, είναι κατά κανόνα οικονομικά σημαντικότερα τα συμφέροντα των μη καταναλωτών ληπτών και στη δική τους περίπτωση μπορεί ευλόγως να αναμένεται η πλέον σημαντική, πρακτική αλλά και νομολογιακή, εφαρμογή των νέων διατάξεων. Τέλος, οι ενιαίοι κανόνες που θεσπίζονται παραμένουν για τους μη καταναλωτές συναλλασσόμενους ενδοτικού δικαίου, όπως είναι άλλωστε ο κανόνας στο δίκαιο των συμβάσεων.
Στο αντικειμενικό πεδίο της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771, όπως εξάλλου και σε αυτό της καταργούμενης Οδηγίας 1999/44/ΕΚ, εμπίπτουν συμβάσεις πώλησης, καθώς και συμβάσεις για την προμήθεια αγαθών που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν. Ως προς την πρώτη περίπτωση ισχύουν σε κάθε περίπτωση τα άρθρα 513 επ. ΑΚ.
Αντίθετα, μία σύμβαση για την προμήθεια αγαθού που πρόκειται να κατασκευασθεί ή να παραχθεί, μπορεί να υπαχθεί κατά περίπτωση στον τύπο της πώλησης ή σε άλλο συμβατικό τύπο, όπως ιδίως σε εκείνον της σύμβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ). Ως προς τη δεύτερη περίπτωση τέθηκε το ερώτημα εάν πρέπει η απαιτούμενη εναρμόνιση του εθνικού δικαίου να γίνει στον ΑΚ ή σε ειδικό νομοθέτημα, με περιορισμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής (B2C). Προκειμένου να αποφευχθεί μία δραστική επέμβαση στο δίκαιο της σύμβασης έργου του ΑΚ επ’ αφορμή μίας ενωσιακής ρύθμισης, που ως κύριο αντικείμενο έχει τη σύμβαση πώλησης, αποφασίστηκε να υιοθετηθεί η δεύτερη λύση. Ενόψει των ανωτέρω αποφασίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 να ενσωματωθεί στον ΑΚ και ειδικότερα στα άρθρα 513 επ., ενώ κάποιες μεμονωμένες ρυθμίσεις να εισαχθούν στο ν. 2251/1994, που αφορά στην προστασία του καταναλωτή.
Λόγω της έκτασης, αλλά και της σημασίας των νέων ρυθμίσεων που πρέπει να εισαχθούν στον ΑΚ, κρίθηκε σκόπιμο να υιοθετηθεί νέα αρίθμηση μέρους των διατάξεων του ισχύοντος ΑΚ. Η απόφαση αυτή λήφθηκε, αφού σταθμίστηκαν αφενός μεν τα οφέλη από τη δημιουργία μίας εναργούς και συστηματικά άρτιας νομικής κατάστρωσης, στην οποία θα απουσιάζουν «κενά άρθρα», των οποίων το ρυθμιστικό περιεχόμενο έχει καταργηθεί (π.χ. άρθρα 538 και 539 ΑΚ) και θα αποφεύγεται κατά το δυνατόν η χρήση γραμμάτων της αλφαβήτου, αφετέρου δε οι δυσκολίες που θα δημιουργηθούν στη νομική επιστήμη και πράξη από την απαιτούμενη προσαρμογή στη νέα αρίθμηση.
Αντίθετα, παρά την επιλογή της γενίκευσης της ρύθμισης και σε μη καταναλωτικές συμβάσεις, δεν υιοθετήθηκε η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/770 στον Αστικό Κώδικα. Θα συνεπάγονταν, μεταξύ άλλων, εκτενείς τροποποιήσεις και νομοτεχνικές προκλήσεις που δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης υπόψη και της ανάγκης προσαρμογής στην Οδηγία.
Για τον λόγο αυτό προκρίθηκε η δημιουργία ειδικού (εκτός του Αστικού Κώδικα κειμένου) αυτοτελούς νομοθετήματος.
Δείτε αναλυτικά το σχέδιο νόμου.
Πηγή: lawspot.gr