Αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών.
Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο: «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου».
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2019/713/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης – πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123).
Η ενσωμάτωση πραγματοποιείται με την τροποποίηση υφιστάμενων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), καθώς επίσης και με τη θέσπιση νέων διατάξεων, που εντάσσονται στο ίδιο νομοθέτημα.
Η ενσωμάτωση δια της θέσπισης ενός ειδικού ποινικού νόμου δεν επελέγη για λόγους συστηματικής ενότητας των σχετικών κανόνων δικαίου, καθόσον η Οδηγία προβλέπει αδικήματα σχετικά με τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, που αφορούν σε έννομα αγαθά, τα οποία ήδη προστατεύονται στον ΠΚ και συγκεκριμένα στο ένατο και εικοστό τρίτο κεφάλαιό του. Αποφεύγεται, με τον συγκεκριμένο τρόπο ενσωμάτωσης της Οδηγίας, η παράλληλη ισχύς περισσότερων νόμων γενικότερου και ειδικότερου περιεχομένου με το ίδιο κατ’ ουσίαν αντικείμενο.
Με την Οδηγία 2019/713 επιδιώκεται η εναρμόνιση της νομοθεσίας των κρατών μελών στα αδικήματα, που αφορούν στα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, δεδομένου ότι τα αδικήματα αυτά συνιστούν απειλή για την ασφάλεια των συναλλαγών, αντιπροσωπεύουν πηγή εισοδήματος για το οργανωμένο έγκλημα και ευνοούν την ανάπτυξη άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως της τρομοκρατίας και της διακίνησης ναρκωτικών. Επίσης, συνιστούν εμπόδιο στην ψηφιακή ενιαία αγορά, διότι κλονίζουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και προκαλούν άμεσες οικονομικές ζημιές.
Οι εθνικές νομοθεσίες ρυθμίζουν παραδοσιακές μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς σε σχέση με τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, όπως η απάτη, η πλαστογραφία, η κλοπή και η υπεξαίρεση.
Με την Οδηγία 2019/713 αντικαθίσταται η απόφαση-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου, που ρύθμιζε τα σχετικά θέματα για τα υλικά μέσα πληρωμής, ώστε η ευρωπαϊκή και ακολούθως οι εθνικές νομοθεσίες να παρακολουθούν τις τεχνολογικές εξελίξεις, κυρίως με την ποινικοποίηση αδικημάτων σχετικά με τα άυλα μέσα πληρωμής.
Συναφείς είναι οι διατάξεις της Σύμβασης της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο και της Οδηγίας 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 218), εκ των οποίων η πρώτη κυρώθηκε και η δεύτερη ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4411/2016 (Α’ 142), με τις οποίες επιχειρείται να αντιμετωπιστούν αδικήματα σχετικά με τον κυβερνοχώρο, τα πληροφοριακά συστήματα και τα ψηφιακά δεδομένα.
Βασικός σκοπός της Οδηγίας είναι, βάσει των ανωτέρω, η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου προστασίας των μέσων πληρωμής πλην μετρητών, υλικών και άυλων.
Παράλληλα με το παρόν νομοθέτημα, επιχειρούνται :
α) Η τροποποίηση του εδαφίου που ακολουθεί την περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 που απαριθμεί εγκλήματα, για τη διακρίβωση των οποίων είναι επιτρεπτή η άρση απορρήτου, προκειμένου να συμπεριληφθούν τα εγκλήματα των άρθρων 209, 210, 210Α, 210Β ΠΚ (άρθρα 3 έως 8 της Οδηγίας 2019/713), να εξορθολογιστεί νομοτεχνικά η διάταξη σύμφωνα με τον ισχύοντα ποινικό κώδικα και να εμπλουτιστεί ο κατάλογος των εγκλημάτων πλημμεληματικού χαρακτήρα με την παρ. 2 του άρθρου 265 ΠΚ,
β) η θεσμοθέτηση διάταξης επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα και οντότητες για διαπραχθέντα προς όφελός τους αδικήματα που υπάγονται στα άρθρα 3 έως 8 της Οδηγίας,
γ) η ρύθμιση των ζητημάτων που σχετίζονται με την παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα των αδικημάτων των άρθρων 3 έως 8 της Οδηγίας που διαπράττονται με υφαρπαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην έκταση που οι απαιτήσεις της Οδηγίας δεν καλύπτονται επαρκώς από την υφιστάμενη νομοθεσία,
δ) η ρύθμιση του δικαιώματος των νομικών προσώπων που τυγχάνουν θύματα των αδικημάτων που υπάγονται στην Οδηγία, για λήψη πληροφοριών από την πρώτη τους επαφή με τις αστυνομικές ή άλλες αρμόδιες αρχές, και τέλος ε) η ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων με την παρακολούθηση και λήψη στατιστικών στοιχείων από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές σε εναρμόνιση με το άρθρο 18 της Οδηγίας.
Πηγή: lawspot.gr