77 καταγγελίες είχε υποβάλει ο προσφεύγων κατά το χρονικό διάστημα από Αύγουστο 2018 έως Απρίλιο 2020· 46 εξ αυτών αφορούσαν το δικαίωμα διαγραφής, ενώ οι υπόλοιπες 29 σχετίζονταν με το δικαίωμα πρόσβασης.
Η πρακτική του καταγγέλλοντος ήταν απλή και συστηματική: Αρχικά ασκούσε δικαίωμα πρόσβασης ή και διαγραφής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων σε οποιονδήποτε υπεύθυνο επεξεργασίας είχε συλλέξει τα δεδομένα του. Στη συνέχεια, και λίγες μόλις ημέρες μετά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός μήνα για την ανταπόκριση στο αίτημα, ο καταγγέλλων προσέφευγε στην εποπτική αρχή σε βάρος όσων υπευθύνων επεξεργασίας δεν είχαν εκπληρώσει έγκαιρα τις υποχρεώσεις τους.
Η τελευταία από τις καταγγελίες αυτές υποβλήθηκε στις 17-2-2020. Ο καταγγέλλων είχε ασκήσει δικαίωμα πρόσβασης σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα στην Ολλανδία και, δέκα ημέρες μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για ανταπόκριση, προσέφυγε για 77η φορά στην αυστριακή αρχή.
Η DSB έκρινε πως η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Επικαλούμενη το άρθρο 57 παρ.4 ΓΚΠΔ απέρριψε την καταγγελία ως «υπερβολική».
Ο καταγγέλλων δεν πτοήθηκε και προσέβαλε την απόφαση της DSB ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία και τον δικαίωσαν.
Σύμφωνα με την απόφαση του Verwaltungsgericht «ούτε από το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, ούτε από τις αιτιολογικές σκέψεις ή τη συστηματική θεώρηση του ΓΚΠΔ μπορεί να συναχθεί με επαρκή βεβαιότητα πότε «αίτηση (αίτημα)» πρέπει να κριθεί ως «υπερβολική(ό)». Συνοψίζοντας, ο «υπερβολικός χαρακτήρας» σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ δεν προϋποθέτει μόνο συχνή επανάληψη των αιτημάτων, αλλά και «προδήλως κακόβουλο ή καταχρηστικό χαρακτήρα», τον οποίο η αρχή προστασίας δεδομένων δεν απέδειξε εν προκειμένω. Η μεμονωμένη θεώρηση του αριθμού των αιτημάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυθαίρετη παραβίαση της ένδικης προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων.»
Η αυστριακή αρχή προσέβαλε την απόφαση ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία), το οποίο και έκρινε πως είναι αναγκαία η ερμηνευτική συνδρομή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα προδικαστικά ερωτήματα:
1. Έχει ο όρος «αιτήματα» ή «αίτημα» στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων – ΓΚΠΔ), την έννοια ότι εμπίπτουν σε αυτόν και οι «καταγγελίες» σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
2. Έχει το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι πρόκειται περί «υπερβολικών αιτημάτων», αρκεί το υποκείμενο των δεδομένων να έχει απλώς υποβάλει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος συγκεκριμένο αριθμό αιτημάτων (καταγγελιών κατά το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ) σε εποπτική αρχή, ανεξαρτήτως του εάν τα πραγματικά περιστατικά είναι διαφορετικά και/ή τα αιτήματα (καταγγελίες) αναφέρονται σε διαφορετικούς υπεύθυνους επεξεργασίας, ή πρέπει, πέραν της συχνής επαναλήψεως των αιτημάτων (καταγγελιών), το υποκείμενο των δεδομένων να επιδεικνύει πρόθεση καταχρηστικής συμπεριφοράς;
3. Έχει το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ την έννοια ότι η εποπτική αρχή μπορεί σε περίπτωση «προδήλως αβάσιμων» ή «υπερβολικών» αιτημάτων (καταγγελιών) να επιλέξει ελεύθερα αν θα επιβάλει εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα στο πλαίσιο της επεξεργασίας τους ή αν θα αρνηθεί εκ των προτέρων να τα επεξεργαστεί; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, ποιες περιστάσεις και ποια κριτήρια πρέπει να λάβει υπόψη της η εποπτική αρχή, ιδίως αν είναι υποχρεωμένη να επιβάλει κατ’ αρχάς, ως ηπιότερο μέτρο, εύλογο τέλος και αν δικαιούται να αρνηθεί να επεξεργαστεί τα αιτήματα αυτά μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η επιβολή του τέλους δεν θεωρείται πιθανό να αποτρέψει την υποβολή προφανώς αβάσιμων ή υπερβολικών αιτημάτων (καταγγελιών);
Το σκεπτικό της απόφασης για παραπομπή στο ΔΕΕ:
11. Το Verwaltungsgerichtshof (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) συνιστά δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται πλέον σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου.
12. Επί του πρώτου ερωτήματος: Η αρχή προστασίας δεδομένων και το Verwaltungsgericht (διοικητικό δικαστήριο) εκτιμούν ότι στην έννοια των «αιτημάτων» ή του «αιτήματος» κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ εμπίπτουν και οι καταγγελίες των υποκειμένων των δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Η ερμηνεία του όρου «αίτημα» στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ είναι εν προκειμένω ουσιώδης, διότι, αν οι καταγγελίες σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, δεν εμπίπτουν σε αυτόν, η εκάστοτε εποπτική αρχή δεν θα είχε κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να αρνηθεί την εξέταση καταγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ ή να επιβάλει εύλογο τέλος για την επεξεργασία τους και τούτο ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου προδήλως αδικαιολόγητου ή υπερβολικού χαρακτήρα τους.
13. Η έννοια των «αιτημάτων» στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ δεν προσδιορίζεται περαιτέρω. Από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παράγραφος 3 προκύπτει ότι στην έννοια αυτή εμπίπτουν και οι καταγγελίες σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, η δε επεξεργασία τους αποτελεί κύριο καθήκον κάθε εποπτικής αρχής. Η σχετική απαίτηση έναντι των εποπτικών αρχών ενισχύεται περαιτέρω από την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, να διευκολύνεται η υποβολή των καταγγελιών μέσω, για παράδειγμα, της παροχής εντύπου υποβολής καταγγελίας, το οποίο μπορεί επίσης να συμπληρωθεί ηλεκτρονικά, καθώς και μέσω του δωρεάν χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ. Στο πλαίσιο αυτό, είναι εύλογο το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, ως διάταξη που εισάγει παρέκκλιση από την αρχή του δωρεάν χαρακτήρα, να καλύπτει επίσης την επεξεργασία καταγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, προκειμένου να απαλλάξει τις εποπτικές αρχές από την εξέταση προδήλως αβάσιμων ή υπερβολικών καταγγελιών.
14. Βεβαίως, μια τέτοια ερμηνεία περιορίζει την υποχρέωση της εποπτικής αρχής να επιλαμβάνεται καταγγελιών βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ και αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στους σκοπούς του κανονισμού που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 του ΓΚΠΔ. Ωστόσο, τόσο η επιβολή εύλογου τέλους, όσο και η άρνηση απαντήσεως στο αίτημα υπόκεινται υποχρεωτικώς σε δικαστικό έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.
15. Η ερμηνεία της έννοιας των «αιτημάτων» στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ και η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν είναι πάντως τόσο προφανής ώστε να μην αφήνουν περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα.
16. Επί του δεύτερου ερωτήματος: Ο όρος «υπερβολικός» δεν ορίζεται στον ΓΚΠΔ, όπως και ο όρος «προδήλως αβάσιμος». Το άρθρο 12, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του ΓΚΠΔ, περιέχει, ως εξαίρεση από την αρχή της δωρεάν παροχής των πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του ΓΚΠΔ καθώς και κάθε ανακοινώσεως καθώς και όλων των ενεργειών που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 22 και το άρθρο 34 του ΓΚΠΔ του υπεύθυνου επεξεργασίας, ρύθμιση παράλληλη προς το άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ. Τόσο στο άρθρο 12, παράγραφος 5, του ΓΚΠΔ, όσο και στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, αναφέρεται ως παράδειγμα «υπερβολικών αιτήσεων» ή «υπερβολικών αιτημάτων» η συχνή τους επανάληψη. Ωστόσο, η υποβολή εξαιρετικά μεγάλου αριθμού καταγγελιών σε σχέση με άλλους καταγγέλλοντες δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, «υπερβολική» ή καταχρηστική (δυσανάλογη) νομική ενέργεια, όταν οι καταγγελίες στρέφονται κατά διαφορετικών προσώπων, χωρίς να προκύπτει από άλλες περιστάσεις πρόθεση καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του καταγγέλλοντος. Η ανάλωση χρόνου και εργασίας που υπερβαίνει τον μέσο όρο, η οποία προκαλείται από έναν και μόνο καταγγέλλοντα είναι υπερβολική μόνον αν οφείλεται σε υπερβολικό όγκο ανούσιων ή εκτενών ισχυρισμών, λαμβανομένου πάντως υπόψη του γεγονότος ότι οι καταγγέλλοντες δεν διαθέτουν συνήθως νομικές ή τεχνικές γνώσεις. Για την αντιμετώπιση του αυξημένου φόρτου εργασίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν στις εποπτικές αρχές που συστήνουν επαρκείς ανθρώπινους και υλικούς πόρους προκειμένου να ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους.
17. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων, θα πρέπει να θεωρείται ότι υφίσταται όταν, μεταξύ άλλων, το υποκείμενο των δεδομένων δεν επιδιώκει με αυτήν (πρωταρχικά) την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, αλλά σκοπούς που δεν είναι αποδεκτοί από την έννομη τάξη, όπως την υποβολή καταγγελίας με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον υπεύθυνο επεξεργασίας και/ή την αδικαιολόγητη επιβάρυνση της εποπτικής αρχής (πρβλ. απόφαση του ΔΕΕ της 23ης Μαρτίου 2000, Διαμαντής, C-373/97, σκέψεις 33 επ.).
18. Ωστόσο, στο ζήτημα αναφορικά με το περιεχόμενο της έννοιας «υπερβολικό» στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να δοθεί με βεβαιότητα απάντηση βάσει του γράμματος ή του πλαισίου της.
19. Επί του τρίτου ερωτήματος: Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, οι δύο εναλλακτικές ενέργειες της εποπτικής αρχής σε περίπτωση προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού ερωτήματος και συγκεκριμένα είτε «η επιβολή εύλογου τέλους για διοικητικά έξοδα» ή «η άρνηση απαντήσεως στο αίτημα» αναφέρονται εναλλακτικά, χωρίς να μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι μεταξύ τους υπάρχει σχέση προτεραιότητας. Από το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, δεν προκύπτει, επομένως, με σαφήνεια αν οι εποπτικές αρχές μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ των δύο αυτών εναλλακτικών. Στη θεωρία υποστηρίζονται συναφώς διαφορετικές απόψεις: Αφενός, η άποψη ότι η αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει. Αφετέρου, η άποψη ότι πρέπει να επιβληθεί πρώτα εύλογο τέλος. Μόνον αν η επιβολή τέλους δεν αποτρέπει την υποβολή προδήλως αβάσιμων ή υπερβολικών αιτημάτων, οι εποπτικές αρχές μπορούν, στο επόμενο στάδιο, να αρνηθούν την επεξεργασία.
20. Επομένως, η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως είναι επίσης αμφίβολη όσον αφορά τους δύο τρόπους ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 57, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, σε περίπτωση αιτήματος προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού. Δεδομένου ότι η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η ερμηνεία του δεν είναι τόσο προφανής ώστε να μην υπάρχει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας (πρβλ. αποφάσεις του ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 1982, CILFIT, 283/81, EU:C:1982:335), υποβάλλονται με το αίτημα προδικαστικής αποφάσεως τα διατυπωθέντα στην αρχή της παρούσας προδικαστικά ερωτήματα.
Το πλήρες κείμενο είναι διαθέσιμο εδώ.
Πηγή: Lawspot.gr