Αυστριακή επαγγελματίας δρομέας μεσαίων αποστάσεων κρίθηκε ένοχη για παράβαση αυστριακών κανόνων αντιντόπινγκ. H αυστριακή πειθαρχική επιτροπή κατά της φαρμακοδιέγερσης (Österreichische Anti-Doping-Rechtskommission, στο εξής: ÖADR) ακύρωσε όλες τις επιδόσεις της αθλήτριας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ανακάλεσε κάθε χρηματική χορηγία και/ή έπαθλο και απαγόρευσε τη συμμετοχή της σε κάθε είδους αγώνες για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από την ÖADR και την ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας της Αυστρίας (Unabhängige Schiedskommission, στο εξής: USK).
Ο ανεξάρτητος οργανισμός αντιντόπινγκ της Αυστρίας (Unabhängige Dopingkontrolleinrichtung,, στο εξής: NADA) δημοσίευσε επίσης στον δημόσια προσβάσιμο ιστότοπό του, σε πίνακα που περιλαμβάνει τους αποκλεισμένους αθλητές, το όνομα της αθλήτριας, τις εκ μέρους της παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ και το χρονικό διάστημα αποκλεισμού της.
Η αθλήτρια υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης της απόφασης ενώπιον της USK. Η USK ζητεί ιδίως να διευκρινιστεί αν η δημοσίευση στο διαδίκτυο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επαγγελματία αθλητή που έκανε χρήση απαγορευμένων ουσιών συνάδει με τον ΓΚΠΔ.
Με τις σημερινές προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta εξετάζει, κατ’ αρχάς, το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Η γενική εισαγγελέας εκτιμά ότι η USK συνιστά «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η γενική εισαγγελέας εκτιμά ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η USK συνιστά μάλιστα «δικαστήριο» του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, κατά το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, η USK υποχρεούνταν να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
Επί της ουσίας, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι ο ΓΚΠΔ δεν εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Κατά τη γνώμη της, οι κανόνες αντιντόπινγκ ρυθμίζουν πρωτίστως τον αθλητισμό με γνώμονα τα ίδια τα αθλήματα. Ασχολούνται με τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες του αθλητισμού και όχι με τις οικονομικές πτυχές του. Δεν υπάρχουν επί του παρόντος κανόνες του δικαίου της Ένωσης που να σχετίζονται με τις πολιτικές αντιντόπινγκ των κρατών μελών. Ελλείψει έμμεσης έστω σχέσης μεταξύ των πολιτικών αντιντόπινγκ και του δικαίου της Ένωσης, ο ΓΚΠΔ δεν μπορεί να ρυθμίζει τέτοιες δραστηριότητες επεξεργασίας. Για τον λόγο αυτόν, η γενική εισαγγελέας θεωρεί ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ.
Εναλλακτικώς, σε περίπτωση που κριθεί ότι τα ως άνω περιστατικά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta φρονεί ότι ο ΓΚΠΔ όντως επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός προκαθορισμένου πλαισίου, χωρίς να απαιτείται οποιοσδήποτε εξατομικευμένος έλεγχος της αναλογικότητας. Επομένως, η απόφαση του Αυστριακού νομοθέτη να επιβάλει τη δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επαγγελματιών αθλητών που παραβαίνουν τους ισχύοντες κανόνες αντιντόπινγκ δεν υπόκειται σε πρόσθετο έλεγχο αναλογικότητας σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Η επέμβαση στα δικαιώματα επαγγελματιών αθλητών την οποία συνεπάγεται η δημοσιοποίηση δύναται να δικαιολογηθεί από τον σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή των νέων αθλητών από την παράβαση της νομοθεσίας αντιντόπινγκ και στην ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
Η γενική εισαγγελέας T. Ćapeta επισημαίνει επίσης ότι, στη σύγχρονη κοινωνία, ο μόνος τρόπος εκπλήρωσης μιας γενικευμένης υποχρέωσης δημοσιοποίησης, όπως αυτή που επιβάλλει ο Αυστριακός νομοθέτης στην υπό κρίση υπόθεση, είναι η δημοσίευση στο διαδίκτυο. Η έντυπη δημοσίευση και μόνον δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί κατάλληλο μέσο για την κοινοποίηση πληροφοριών. Η επιβολή υποχρέωσης δημοσίευσης των επίμαχων πληροφοριών σε μέσα που δεν περιλαμβάνουν το διαδίκτυο θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση της υποχρέωσης ενημέρωσης του κοινού. Η δημοσιοποίηση του ονόματος της αθλήτριας, της επίμαχης παράβασης των κανόνων αντιντόπινγκ και του χρονικού διαστήματος του επιβληθέντος αποκλεισμού στον δημόσια προσβάσιμο ιστότοπο της εθνικής αρχής αντιντόπινγκ είναι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού της αθλήτριας, κατάλληλη και αναγκαία για την επίτευξη της προληπτικής λειτουργίας αποτροπής και για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
Από το ανακοινωθέν τύπου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πηγή: Lawspot.gr