Το ιστορικό της υπόθεσης
Η ενάγουσα Ι. διατηρεί ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης NMW, της οποίας ο εναγόμενος M.W. υπήρξε διαχειριστής από την ίδρυσή της.
Καθώς η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας NMW περατώθηκε με την έκδοση αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή για διακοπή της διαδικασίας λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, η ενάγουσα I. στράφηκε κατά του εναγομένου M.W. ζητώντας την έντοκη καταβολή 59.040 ζλότυ (12.600 ευρώ), επικαλούμενη το άρθρο 299 παρ.1 1 του Κώδικα Εμπορικών Εταιρειών, το οποίο προβλέπει ευθύνη του διαχειριστή της οφειλέτριας εταιρίας προς αποζημίωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η ικανοποίηση από τα περιουσιακά στοιχεία της ίδιας της εταιρίας.
Ο εναγόμενος M.W. ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η εταιρία NMW διέθετε και διαθέτει περιουσιακά στοιχεία από τα οποία η ενάγουσα θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της, και δη κινητά πράγματα (εξοπλισμό γραφείου), απαιτήσεις έναντι τρίτων, δικαιώματα επί εμπορικών σημάτων, πηγαίο κώδικα λογισμικού ηλεκτρονικών αγορών σε συνδυασμό με οιονεί υπηρεσία επιστροφής χρημάτων (πλατφόρμα M.), καθώς και δύο βάσεις δεδομένων των χρηστών της πλατφόρμας. Επιπλέον, παρέπεμψε στους λόγους αποκλεισμού της ευθύνης στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2 του άρθρου 299.
Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η βάση δεδομένων η οποία ανήκει στην εταιρία NMW μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτέλεσης, καθώς περιέχει προσωπικά δεδομένα εκατοντάδων χιλιάδων χρηστών της πλατφόρμας M. Ο εναγόμενος M.W. υποστηρίζει ότι η μεταβιβάσιμη φύση του περιουσιακού αυτού δικαιώματος διασφαλίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου για την προστασία των βάσεων δεδομένων. Κατά τη διάρκεια όμως της δίκης, δεν προβλήθηκαν ισχυρισμοί και αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι πελάτες, διαθέτοντας στη βάση δεδομένων τα δεδομένα τους, συναινούσαν στην επεξεργασία τους υπό τη μορφή της διάθεσής τους και σε τρίτους, εκτός της πλατφόρμας M.
Οι ειδικότεροι προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου
α) Εισαγωγικώς:
Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, υφίστανται αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η βάση δεδομένων την οποία δημιούργησε η εταιρία NMW μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εμπορίας και, κατά συνέπεια, κατά πόσον μπορεί να μεταβιβαστεί στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, όπερ συνιστά βασικό στοιχείο των αμυντικών ισχυρισμών του εναγομένου.
Το προδικαστικό ερώτημα αποσκοπεί στην αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ, αφενός, των προβλεπόμενων από ΓΚΠΔ περιορισμών στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, του δικαιώματος διάθεσης μιας βάσης δεδομένων δυνάμει της οδηγίας 96/9/ΕΚ και των διατάξεων του εθνικού δικαίου, περιλαμβανομένης της μεταβίβασης τέτοιας βάσης δεδομένων στη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
O πολωνικός νόμος για την προστασία των βάσεων δεδομένων, με τον οποίο η οδηγία 96/9 μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη, ορίζει ότι οι βάσεις δεδομένων προστατεύονται2 και ότι ο παραγωγός έχει το αποκλειστικό και μεταβιβάσιμο δικαίωμα ανάκτησης των δεδομένων και επαναχρησιμοποίησής τους, είτε στο σύνολό τους είτε ως προς σημαντικό, ποιοτικά ή ποσοτικά, μέρος τους.3 Η δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος αυτού επιφυλάσσεται και στο πλαίσιο της οδηγίας, σε άρθρο 7 παρ.3 συνδ. με άρθρο 7 παρ.1.
Το δικαίωμα του παραγωγού βάσεων δεδομένων είναι ένα νέο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο δεν ταυτίζεται με το καθ’ εαυτό δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Πρόκειται για περιουσιακό δικαίωμα, απόλυτης φύσης, το οποίο ισχύει erga omnes και μπορεί να μεταβιβαστεί. Η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να καταλαμβάνει οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα, εκτός εάν υπάρχει ρητή διάταξη που να το αποκλείει. Ο Πολωνός νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει κανόνες που θα απαγόρευαν την αναγκαστική εκτέλεση επί βάσης δεδομένων όπως η επίμαχη στην παρούσα διαδικασία. Μολονότι ο δικαστικός επιμελητής δεν είναι παραγωγός της βάσης δεδομένων, η εξουσία του προς μεταβίβαση της βάσης δεδομένων απορρέει από το γεγονός ότι ο παραγωγός κατά του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης έχει το δικαίωμα διάθεσης της βάσης δεδομένων. Κατ’ αρχήν, ο δικαστικός επιμελητής δεν θα μπορούσε να μεταβιβάσει τη βάση δεδομένων εάν το δικαίωμα δεν ήταν μεταβιβάσιμο κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων (άρθρο 831 παρ. 1, σημείο 3 του πολωνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)4.
Στην παρούσα υπόθεση διαπιστώθηκε ότι η βάση δεδομένων η οποία ανήκει στην εταιρία NMW (παραγωγός) πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης προστασίας βάσει του νόμου για την προστασία βάσεων δεδομένων και της οδηγίας 96/9· η βάση αυτή περιέχει προσωπικά δεδομένα εκατοντάδων χιλιάδων χρηστών (άρθρο 4, σημείο 1 ΓΚΠΔ). Ο μόνος δυνατός τρόπος να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί τέτοιας βάσης δεδομένων είναι η μεταβίβασή της, καθώς η βάση δεδομένων δεν αποφέρει επί του παρόντος κανένα εισόδημα. Παρεμπιπτόντως, το δικαστήριο επισημαίνει ότι από τις παρατηρήσεις των διαδίκων προκύπτει ότι η επίμαχη βάση δεδομένων δεν περιέχει πληροφορίες όπως αυτές για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 9 ΓΚΠΔ.
Κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, η μεταβίβαση της βάσης δεδομένων εμπίπτει στον ορισμό της «επεξεργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ.2 ΓΚΠΔ, καθώς οδηγεί άμεσα σε «διάθεση» των δεδομένων σε τρίτον, δηλαδή στον αγοραστή. Η πώληση βάσης δεδομένων κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 2 παρ.2 ΓΚΠΔ. Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, ο δικαστικός επιμελητής καθίσταται κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας υπεύθυνος επεξεργασίας της αντίστοιχης βάσης δεδομένων, καθώς είναι αυτός που αναλαμβάνει τη διαδικασία της πώλησης, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο και, ως εκ τούτου, είναι επίσης υπεύθυνος για τη διασφάλιση της σύννομης επεξεργασίας των δεδομένων [άρθρο 5 παρ.1α και παρ.2 ΓΚΠΔ].
β) Ως προς τη νομική βάση της επεξεργασίας:
Στην παρούσα υπόθεση δεν συγκεντρώθηκαν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι τα υποκείμενα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν συλλεγεί στη βάση έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για τη διαβίβαση των δεδομένων τους σε τρίτους, εκτός των δραστηριοτήτων της πλατφόρμας M., ή στην πώλησή τους κατά τη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, όπερ, από πλευράς των εθνικών δικονομικών κανόνων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τέτοια συγκατάθεση. Η συγκατάθεση για την επεξεργασία δεδομένων προς τους σκοπούς της χρήσης των λειτουργιών της πλατφόρμας δεν σημαίνει συγκατάθεση προς επεξεργασία για οποιονδήποτε σκοπό ή προς διάθεση των δεδομένων σε οποιοδήποτε πρόσωπο. Στο πλαίσιο της συγκατάθεσης προς επεξεργασία, πρέπει να ορίζεται το αντικείμενο της επεξεργασίας αυτής, δηλαδή ο συγκεκριμένος σκοπός της/
Ο ΓΚΠΔ δεν καθιερώνει μια απόλυτη αρχή για την προστασία των δεδομένων έναντι της διάθεσης σε τρίτους χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα επίκλησης της νομικής βάσης του εννόμου συμφέροντος (άρθρο 6 παρ.1 στ’ ΓΚΠΔ), εφόσον δεν μπορούν να την επικαλεστούν δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και ο δικαστικός επιμελητής είναι τέτοια δημόσια αρχή. Ούτε πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ και στοιχείο δ’ ΓΚΠΔ.
Κατά συνέπεια, η μόνη δυνατότητα για αναγκαστική εκτέλεση επί τέτοιας βάσης δεδομένων μπορεί να βρει έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και ε΄, του Γενικού Κανονισμού.
Το άρθρο 6 παρ. 1γ΄ ΓΚΠΔ ορίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται όταν είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έννομης υποχρέωσης που βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Επομένως, πρέπει να υφίσταται διάταξη νόμου που να επιβάλλει στον φορέα αυτόν πράξη/παράλειψη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση (σκοπό). Το δε άρθρο 6 παρ.3 στοιχ. α΄-β’ διευκρινίζει ότι η βάση για την επεξεργασία που μνημονεύεται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ΄, πρέπει να καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης ή από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.
Κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, μια τέτοια βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη βάση δεδομένων προβλέπεται όντως εν προκειμένω στις διατάξεις του εθνικού δικαίου, και δη στο άρθρο 796 § 1 και στο άρθρο 799 § 1, περίοδος 1, του ΚΠολΔ καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 9, παράγραφος, 1 σημείο 1, του νόμου περί δικαστικών επιμελητών, από τις οποίες προκύπτει ότι ο δικαστικός επιμελητής, ως δημόσιος λειτουργός, δεν μπορεί να απορρίψει την αίτηση για επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και διατάσσει την εκτέλεση επί όλων των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης τυχόν βάσης δεδομένων.
γ) Ως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ.3 ΓΚΠΔ και τη νομική βάση της εκπλήρωσης καθήκοντος προς το δημόσιο συμφέρον
Το αιτούν έχει, ωστόσο, αμφιβολίες ως προς το αν η επίκληση μιας τέτοιας νομικής βάσης είναι σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ.3 ΓΚΠΔ, το οποίο επιβάλλει «το δίκαιο του κράτους μέλους [να] ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και [να] είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό».
Η αμφιβολία του δικαστηρίου πηγάζει από το γεγονός ότι οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ως εκ της φύσης τους, διεξάγονται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων μιας συγκεκριμένης οντότητας και όχι προς το δημόσιο συμφέρον. Μολονότι η νομοθεσία δεν αποκλείει τη δυνατότητα συλλογικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση περισσοτέρων προσώπων, η ουσία της αποσκοπεί στην προστασία ατομικών συμφερόντων και όχι του κοινού συμφέροντος. Από την άλλη πλευρά, το να διασφαλίζεται υπέρ του δανειστή η πραγματική δυνατότητα εκτέλεσης μιας δικαστικής αποφάσεως, η οποία έχει εκδοθεί εις το όνομα της Δημοκρατίας της Πολωνίας, συμβάλλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και είναι προς το γενικό συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος δημοσίου συμφέροντος.
Κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση περί «δημοσίου συμφέροντος», είναι αμφίβολο κατά πόσον το μέτρο το οποίο λαμβάνεται είναι αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επ’ αυτού, το δικαστήριο εφιστά την προσοχή στους κινδύνους που συνδέονται με μια τέτοια αναγκαστική πώληση. Ειδικότερα, δεν υπάρχουν διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες να εισάγουν υποκειμενικούς περιορισμούς όσον αφορά τον αγοραστή της βάσης δεδομένων, πέραν των μοναδικών προϋποθέσεων της πλήρους ικανότητας δικαίου και της δικαιοπρακτικής ικανότητάς του. Τούτο σημαίνει ότι ο αγοραστής θα μπορούσε να είναι και πρόσωπο εκτός ΕΕ το οποίο δεν εγγυάται τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις και τους όρους του ΓΚΠΔ αναφορικά με τον χειρισμό και την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή ακόμη και το Δημόσιο Ταμείο, όπερ θα είχε ως συνέπεια να αποκτήσουν οι δημόσιες αρχές μια σειρά πληροφοριών για τους πολίτες, πέραν εκείνων που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων που εκτελούν οι αρχές αυτές. Τίθεται επίσης το ζήτημα αν είναι σημαντικότερο το συμφέρον του δανειστή, για τον οποίο η εκτέλεση επί της βάσης δεδομένων ενδέχεται να είναι το μοναδικό μέσο προς εξασφάλιση της απαίτησής του και προς απόκτηση των χρημάτων που του οφείλονται, ή το συμφέρον δεκάδων ή ίσως εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων των οποίων τα προσωπικά δεδομένα θα μεταφερθούν στον υπερθεματιστή. Δεν είναι σαφές με ποια κριτήρια θα πρέπει να γίνει αυτή η στάθμιση.
Ανάλογες αμφιβολίες μπορούν να εγερθούν βάσει του άρθρου 6 παρ.1ε’ ΓΚΠΔ, το οποίο επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων εφόσον είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.
Το δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες περί του κατά πόσον η διεξαγωγή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καθήκον που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον». Είναι επίσης αμφίβολο αν ο δικαστικός επιμελητής ο οποίος διενεργεί τις πράξεις της εκτέλεσης ασκεί δημόσια εξουσία, αν και πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 3 του νόμου περί των δικαστικών επιμελητών αναγνωρίζει στον δικαστικό επιμελητή την ιδιότητα της δημόσιας αρχής. Οι προαναφερθέντες περιορισμοί του άρθρου 6, παράγραφος 3, in fine, του κανονισμού 2016/679 ισχύουν πάντως ούτως ή άλλως.
Το προδικαστικό ερώτημα
Με βάση τους ανωτέρω προβληματισμούς, το Ειρηνοδικείο της Βαρσοβίας υποβάλλει στο ΔΕΕ το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
Έχει το άρθρο 5 παρ.1α’, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ.1α’-γ’-ε’ καθώς και με το άρθρο 6 παρ.3 ΓΚΠΔ την έννοια ότι αποκλείει κανόνα εθνικού δικαίου ο οποίος επιτρέπει, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, την πώληση βάσης δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ.2 της Οδηγίας 96/9/ΕΚ για τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, αποτελούμενης από δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σε περίπτωση που τα υποκείμενα των δεδομένων δεν έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για την πώληση αυτή;
- 1.Άρθρο 299 1. Εάν η αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρίας αποβεί ατελέσφορη, οι διαχειριστές ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της εταιρίας. 2. Ο διαχειριστής μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1, εάν αποδείξει ότι υποβλήθηκε εγκαίρως αίτηση πτώχευσης ή ότι εκδόθηκε ταυτόχρονα απόφαση για την έναρξη διαδικασίας αναδιάρθρωσης ή για την επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής στο πλαίσιο διαδικασίας συνδιαλλαγής, ή ότι η μη υποβολή αίτησης πτώχευσης δεν οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα ή ότι, παρά τη μη υποβολή αίτησης πτώχευσης, τη μη έκδοση αποφάσεως για την έναρξη διαδικασίας αναδιάρθρωσης ή τη μη επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής στο πλαίσιο διαδικασίας συνδιαλλαγής, ο δανειστής δεν ζημιώθηκε.
- 2.Άρθρο 1 Οι βάσεις δεδομένων απολαύουν της προστασίας που ορίζεται στον παρόντα νόμο, ανεξαρτήτως της προστασίας την οποία παρέχει ο ustawa z dnia 4 lutego 1994 r. o prawie autorskim i prawach pokrewnych (Dz.U. z 2019 r. poz. 1231 oraz z 2020 r. poz. 288) [νόμος της 4ης Φεβρουαρίου 1994, περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων (Dz.U. 2019, θέση 1231, και Dz.U. 2020, θέση 288) στις βάσεις δεδομένων που πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως έργα.
- 3.Άρθρο 6. 1. Ο παραγωγός βάσης δεδομένων έχει αποκλειστικό και μεταβιβάσιμο δικαίωμα να εξάγει τα δεδομένα και να τα επαναχρησιμοποιεί είτε στο σύνολό τους είτε ως προς σημαντικό, ποιοτικά ή ποσοτικά, μέρος τους.
- 4.Άρθρο 831 1. Δεν υπόκεινται σε αναγκαστική εκτέλεση: […] 3) αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα, εκτός εάν η δυνατότητα εκχώρησής τους έχει αποκλειστεί συμβατικώς και το αντικείμενο της παροχής είναι εκτελεστό ή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον
Πηγή: lawspot.gr