Απαιτείται ολιστική προσέγγιση κατά τη στάθμιση για τον παράνομο ή μη χαρακτήρα των εκάστοτε χρησιμοποιούμενων αποδεικτικών μέσων, αλλά και κατά τις διαδικασίες συλλογής και διατήρησης των «νέου τύπου» ψηφιακών δεδομένων/ηλεκτρονικών αποδείξεων (e- evidence).
Οι διαρκείς τεχνολογικές εξελίξεις μεταβάλλουν καθημερινά την κοινωνική πραγματικότητα. Η εκτεταμένη χρήση των «έξυπνων τηλεφώνων» (smartphones), η συνεχής ανάπτυξη ιστοσελίδων, τα ηλεκτρονικά μηνύματα και έγγραφα, τα δεδομένα γεωεντοπισμού και τα ψηφιακά αρχεία κυριαρχούν στην καθημερινότητα των πολιτών.
Την ίδια στιγμή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επικοινωνίας, καλύπτοντας μεγάλο εύρος διαφορετικών αναγκών, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και περιεχομένου από τους χρήστες. Όπως είναι λογικό, δεν θα ήταν δυνατόν ο νομικός κόσμος να παραμείνει ανεπηρέαστος από τις εξελίξεις αυτές, αφ ́ης στιγμής η διαρκής χρήση των ανωτέρω μέσων δημιουργεί ένα νέο πεδίο για τον εφαρμοστή του δικαίου. Η νέα αυτή «πραγματικότητα» αποτέλεσε και το έναυσμα για την συγγραφή της παρούσας εισήγησης.
Ειδικότερα, η σταδιακή είσοδος της τεχνολογίας στο χώρο της απονομής δικαιοσύνης έχει επηρεάσει, μεταξύ άλλων, και την αποδεικτική διαδικασία στην ποινική δίκη. Πλέον δεν γίνεται λόγος μόνο για χρήση παραδοσιακών αποδεικτικών μεθόδων, αλλά και για αξιοποίηση νέων εργαλείων, τα οποία η τεχνολογία καθιστά προσβάσιμα στους παράγοντες της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε ένα νέο είδος απόδειξης, η ηλεκτρονική απόδειξη (e-evidence). Ως τέτοια ορίζεται η απόδειξη, η οποία αφορά «σε κάθε δεδομένο (συμπεριλαμβανόμενου του εξαγόμενου από αναλογικές συσκευές ή των δεδομένων σε ψηφιακή μορφή), το οποίο μπορεί κανείς μέσω τεχνικής συσκευής, ηλεκτρονικού υπολογιστή ή πληροφοριακού συστήματος να χειριστεί/αλλοιώσει, να αποθηκεύσει ή να κοινοποιήσει, ή να μεταδώσει μέσω συστήματος επικοινωνιών και το οποίο μπορεί να ενισχύσει ή να αποδυναμώσει την αξιοπιστία των πραγματικών ισχυρισμών που επικαλούνται οι διάδικοι συγκριτικά με την αξιοπιστία τους χωρίς την απόδειξη αυτή».
Για την αποτελεσματική συλλογή και αξιοποίηση αυτού του νέου είδους απόδειξης καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη νομοθετικών κανόνων που θα το περιβάλλουν. Εντός της Ε.Ε. παρατηρείται ένα κατακερματισμένο νομικό πλαίσιο που θέτει εμπόδια στη συνεργασία παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών και κρατικών αρχών αναφορικά με την παροχή ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων. Η δε διαδικασία απόκτησης των πληροφοριών αυτών, μέσω των παραδοσιακών μεθόδων δικαστικής συνεργασίας, αποδεικνύεται χρονοβόρα και πολλές φορές αλυσιτελής, δεδομένης της ευμετάβλητης φύσης των ψηφιακών αυτών δεδομένων.
Αμέσως κατωτέρω θα εξεταστεί το νομικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα, κατόπιν των αλλαγών που έχουν επέλθει στην ενωσιακή έννομη τάξη, με αναφορά στις ουσιώδεις διατάξεις του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1543. Θα ακολουθήσει ανάλυση σχετικά με την προσέγγιση του ζητήματος της ηλεκτρονικής απόδειξης από τα ελληνικά δικαστήρια δια της παρουσίασης νομολογιακών παραδοχών. Τέλος, θα αποτυπωθούν σκέψεις σχετικά με την συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας κατά την ποινική αποδεικτική διαδικασία και θα παρατεθούν ορισμένοι, απότοκοι των ανωτέρω προβληματισμοί.
Β. Ηλεκτρονική απόδειξη μέσω εντολών υποβολής και διατήρησης στοιχείων σε ποινικές διαδικασίες: νομοθετικό πλαίσιο – σκέψεις με αφορμή τον νέο Κανονισμό (ΕΕ) 2023/1543 .
(i) Με τον άρτι εκδοθέντα ως άνω Κανονισμό επιχειρείται η επίλυση του ζητήματος της συλλογής και διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων στον ενωσιακό χώρο.
Αντικείμενο του Κανονισμού είναι η θέσπιση κανόνων σύμφωνα με τους οποίους αρχή κράτους μέλους, σε ποινική διαδικασία, μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης στοιχείων. Ευρωπαϊκή εντολή υποβολής στοιχείων είναι η απόφαση με την οποία διατάσσεται η υποβολή ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων, και η οποία εκδίδεται ή επικυρώνεται από δικαστική αρχή κράτους μέλους, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στον Κανονισμό, ενώ ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης στοιχείων είναι η απόφαση με την οποία διατάσσεται η διατήρηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς επακόλουθου αιτήματος υποβολής στοιχείων, η οποία εκδίδεται ή επικυρώνεται από δικαστική αρχή κράτους μέλους, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στον Κανονισμό .
Στόχος της ρύθμισης είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε επίπεδο Ε.Ε. μέσω της δημιουργίας αποτελεσματικών μηχανισμών και της συνακόλουθης εξασφάλισης κατά τον τρόπο αυτό του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός της ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε σκόπιμο να επιτευχθεί η συνεργασία μεταξύ: α) των αρχών επιβολής του νόμου, β) έτερων τρίτων χωρών και γ) παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος. Σημειώνεται ότι η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία σε ενωσιακό επίπεδο αντανακλά την επίδραση από την ήδη αντίστοιχα διαμορφωμένη ρύθμιση του αμερικανικού δικαίου με βάση την οποία υφίσταται δυνατότητα για τις αμερικανικές αρχές να αποκτούν πρόσβαση σε ηλεκτρονικά δεδομένα κατόπιν απευθείας αιτήματός τους στον εκάστοτε πάροχο ψηφιακών υπηρεσιών.
Η έκταση εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού εκτείνεται ως αναφέρθηκε, στο τρίπτυχο τρίτες χώρες – ψηφιακός πάροχος – αρχές επιβολής του νόμου. Ειδικότερα, ως τρίτες χώρες νοούνται αυτές στις οποίες έχει την έδρα του ο ψηφιακός πάροχος και διακρίνονται από την χώρα της οποίας η δικαστική αρχή κινητοποιεί τη διαδικασία υποβολής και διατήρησης στοιχείων. Αναφορικά με τις αρχές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την έκδοση του αιτήματος, το πεδίο εφαρμογής φαίνεται να καταλαμβάνει τις δικαστικές αρχές που είναι υπεύθυνες για ποινικές διαδικασίες, όπως ποινικές έρευνες, αλλά και κάθε άλλη αρμόδια ανακριτική αρχή, κατόπιν έγκρισης του αιτήματός της από δικαστικό όργανο. Η δε πρωτοβουλία για την εκκίνηση της διαδικασίας έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκής εντολής διατήρησης στοιχείων ενεργοποιείται, είτε από τις αρμόδιες αρχές αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήματος του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή δικηγόρου εξ ονόματός του προς αυτές, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων υπεράσπισης σύμφωνα με το εθνικό ποινικό δικονομικό σύστημα.
Ψηφιακοί πάροχοι θεωρούνται για τις ανάγκες του Κανονισμού τόσο οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όσο και οι πάροχοι πληροφοριών της κοινωνίας των πληροφοριών, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ένωση.
Αναφορικά με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, ήτοι το «είδος» των ηλεκτρονικών δεδομένων που δύναται να ζητηθούν, λεκτέα τα ακόλουθα:
Στον Κανονισμό διακρίνονται οι ακόλουθες τρεις κατηγορίες δεδομένων: α) δεδομένα κίνησης, β) δεδομένα περιεχομένου και γ) δεδομένα συνδρομητή. Λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα των δύο πρώτων κατηγοριών γίνονται οι ακόλουθες διαφοροποιήσεις ως προς τη μεταχείρισή τους. Πρώτον, για την έκδοση της εντολής αναφορικά με τις δύο πρώτες κατηγορίες απαιτείται δικαστικός έλεγχος, ενώ για την τρίτη κατηγορία αρκεί και εισαγγελική διάταξη. Δεύτερον, η έκδοση εντολής για τη συλλογή των δεδομένων των δύο πρώτων κατηγοριών δύναται να αφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων, ενώ της τρίτης κατηγορίας σε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα.
Ως προς τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται, αυτή ρυθμίζεται εξαντλητικά από τον Κανονισμό. Σημειώνονται για την πληρότητα της παρούσας εισηγήσεως τα εξής:
– Προβλέπεται το πρώτον η ανάπτυξη ενός αποκεντρωμένου συστήματος τεχνολογίας των πληροφοριών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των μερών για την αποτελεσματική συνεργασία τους.
– Επίσης, ρυθμίζεται από τον Κανονισμό η δημιουργία ενός μηχανισμού κοινοποίησης των εν λόγω εντολών στους εμπλεκόμενους φορείς μέσω σχετικού πιστοποιητικού (πιστοποιητικό ΕΕΥ και ΕΕΔ αντίστοιχα). Προς τούτο προβλέπεται η δημιουργία μιας αρμόδιας αρχής εκτέλεσης, στην οποία θα κοινοποιείται το εν λόγω πιστοποιητικό, το οποίο θα διαβιβάζεται συγχρόνως και στον αποδέκτη του20.
– Αναφορικά με το εύρος των αρμοδιοτήτων της αρχής αυτής, αλλά και του αποδέκτη επιλαμβάνεται ειδικώς ο Κανονισμός. Ως προς το ζήτημα αυτό, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι προβλέπεται η δυνατότητα των αποδεκτών να αρνηθούν την εκτέλεση των εντολών, για τους αναλυτικά αναφερόμενους στον Κανονισμό εξαιρετικούς λόγους. Οι λόγοι αυτοί στους οποίους συγκαταλέγεται, και η μη παραβίαση της αρχής ne bis in idem, αποτελούν επί της ουσίας εχέγγυα τήρησης θεμελιωδών αρχών και προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Άλλωστε, ήδη από το προοίμιο του εν λόγω Κανονισμού, ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην προστασία των δικαιωμάτων του καθ’ου η αίτηση για υποβολή και διατήρηση στοιχείων καθώς και στην, κατόπιν της αναγκαίας στάθμισης, προστασία των προσωπικών του δεδομένων. Ιδιαιτέρως σημαντικό κρίνεται το δικαίωμα ενημέρωσης του προσώπου του οποίου τα δεδομένα ζητούνται με την εντολή, προκειμένου να μπορεί να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο επί της διαδικασίας, έχοντας μάλιστα το δικαίωμα χρήσης μέσων αποτελεσματικής έννομης προστασίας κατά της εν λόγω εντολής. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η συλλογή των δεδομένων αφορά μόνο στα δεδομένα που βρίσκονται στον πάροχο κατά τη στιγμή που αυτός παραλαμβάνει την εντολή, η δε έκδοση της εντολής θα πρέπει να είναι απαραίτητη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Δεν δημιουργείται, δηλαδή, δια του Κανονισμού μια γενική υποχρέωση διατήρησης δεδομένων, ούτε θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια τέτοια πρακτική ως αποτέλεσμα «κατάχρησης» του σκοπού του. Προς τούτο άλλωστε προβλέπεται η έκδοση των εν λόγω εντολών μόνο για συγκεκριμένες ποινικές διαδικασίες και για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.
(ii) Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων και δεδομένου του νεοπαγούς χαρακτήρα του υπό εξέταση Κανονισμού, προκύπτουν οι ακόλουθες σκέψεις:
[Α] Αρχικά, καθίσταται αντιληπτό ότι ο ενωσιακός νομοθέτης επιλέγει να ρυθμίσει το ζήτημα με νομοθετικό εργαλείο έναν Κανονισμό, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την άμεση, συνεπή και καθολική εφαρμογή των ρυθμιζόμενων θεμάτων στα κράτη μέλη.
Τούτο αποδεικνύει την σπουδαιότητα του υπό εξέταση ζητήματος και την ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισής του. Παρατηρεί μάλιστα κανείς ότι, ενώ συνήθως ως νομοθετικό εργαλείο για ποινικά θέματα προκρίνεται η οδηγία, η οποία καταλείπει ένα εύρος αυτόνομης δράσης κατά την ενσωμάτωση της στα κράτη μέλη, εν προκειμένω το περιθώριο αυτονομίας δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στην ενωσιακή νομοθετική βούληση. Με την πρόσφατη πρακτική του, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και έτερα ποινικά ζητήματα, τα οποία ρυθμίζονται πλέον με κανονισμούς, ο ενωσιακός νομοθέτης ίσως να επιδιώκει σταδιακά ένα αρραγές νομοθετικό πλαίσιο εντός της Ένωσης.
[Β] Περαιτέρω, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι συνυπάρχουν σε ίδιο επίπεδο
κανονιστικής ισχύος δύο Κανονισμοί που αφορούν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, σε διαφορετικές όψεις όμοιου ζητήματος. Ο υπό συζήτηση Κανονισμός και ο Κανονισμός για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ο δεύτερος ίσως να αποτελεί «ανάχωμα» στην αυθαίρετη εφαρμογή του παρόντος νομοθετήματος και να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως προς αυτόν, ως δικλείδα ασφαλείας.
[Γ] Ακολούθως, προβληματισμό δημιουργεί, ιδίως ως προς τις πρακτικές του διαστάσεις, το ζήτημα της σχέσης και του τρόπου αλληλεπίδρασης του εν λόγω νομοθετήματος, με άλλους θεσμούς που αφορούν στη δικαστική συνεργασία κρατών. Πράγματι ο Κανονισμός δίδει μια νέα διάσταση στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πέραν της παραδοσιακής μορφής της δικαστικής συνεργασίας. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται μάλλον από την ανάγκη προσαρμογής του μηχανισμού συνεργασίας στη νέα ψηφιακή εποχή, δεδομένου ότι δεν υποκαθιστά τους παλαιότερους θεσμούς, αλλά συνυπάρχει με αυτούς, λειτουργώντας συμπληρωματικά.
[Δ] Τέλος, η σύμπραξη των κρατικών αρχών με ιδιωτικούς φορείς, ως προς την εξιχνίαση του εγκλήματος, εγείρει ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς που επικεντρώνονται στον κίνδυνο ενδεχόμενης ιδιωτικοποίησης της διασυνοριακής διαδικασίας δικαστικής συνδρομής. Πλην όμως, ο κίνδυνος μετριάζεται αν αναλογιστεί κανείς την αναγκαιότητα της σύμπραξης των ιδιωτικών φορέων στο έργο των οργάνων του κράτους έκδοσης της εντολής, αλλά και την πρόβλεψη κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με τις οδηγίες του κράτους αυτού.
Εξ όσων αναλύθηκαν αμέσως ανωτέρω προκύπτει ότι ο υπό κρίσιν Κανονισμός στοχεύει στην επιτάχυνση και στην ευελιξία των διαδικασιών συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων, προς υποβοήθηση των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών. Ωστόσο, θα πρέπει να ενταχθεί σταδιακά στην ποινική διαδικασία και να τύχει προσήκουσας αξιοποίησης από τα διάδικα μέρη, πάντοτε υπό το πρίσμα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η ίδια βέβαια η «ένταξη» του Κανονισμού στην εσωτερική έννομη τάξη παρουσιάζει ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον. Πρώτον, κρίσιμη είναι η δημιουργία του αποκεντρωμένου συστήματος τεχνολογίας πληροφοριών (ΤΠ), μέσω του οποίου, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θα εξασφαλίζεται με ασφαλή και βιώσιμο τρόπο η επικοινωνία και η ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης των εντολών, καθώς και μεταξύ αυτών και των παρόχων υπηρεσιών. Ζητήματα όπως ο ασφαλής τρόπος πρόσβασης των παρόχων στο ως άνω σύστημα, οι τεχνικές προδιαγραφές αυτού και εν γένει ο τρόπος λειτουργίας του αναμένεται μετά βεβαιότητας να απασχολήσουν τα επόμενα έτη τις εθνικές αρχές.
Δεύτερον, παρά την άμεση εφαρμογή του Κανονισμού στην εσωτερική έννομη τάξη, ιδιαίτερη σημασία αναμένεται να έχει ο εφαρμοστικός νόμος αυτού, δεδομένου ότι δια αυτού θα καθοριστούν πλείστα επιμέρους ζητήματα, όπως ο προσδιορισμός της Αρχής Έκδοσης και Εκτέλεσης των εντολών υποβολής και διατήρησης δεδομένων, αλλά και η ανάγκη ή μη μετάφρασης των σχετικών αιτημάτων των λοιπών κρατών μελών στην ελληνική γλώσσα. Κρισιμότερο, βέβαια, είναι μέσω του εφαρμοστικού νόμου να κατοχυρωθούν πλήρως τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί στον Κανονισμό (π.χ. το δικαίωμα ενημέρωσής του για την επεξεργασία των δεδομένων του και το δικαίωμα προσφυγής στην αρμόδια δικαστική αρχή) σύμφωνα με τις επιταγές του ΧΘΔ, της ΣΕΕ και της ΕΣΔΑ.
Γ. Δικονομικές ρυθμίσεις στην εθνική έννομη τάξη
- To άρθρο 265 ΚΠΔ περί κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων
Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υφίσταται κάποιο εξειδικευμένο νομοθέτημα για τη διαδικασία της ηλεκτρονικής απόδειξης. Σημειώνεται ότι το ζήτημα των ηλεκτρονικών αποδείξεων ενδέχεται να ανακύψει τόσο κατά τη συλλογή στο πλαίσιο της προδικασίας, όσο και κατά την αξιολόγηση και αξιοποίησή τους από το ποινικό δικαστήριο στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία. Σε σχέση με τη συλλογή ηλεκτρονικών και ψηφιακών αποδεικτικών στοιχείων, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Πρωτίστως κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά στη διάταξη του άρθρου 265 ΚΠΔ, με το οποίο ρυθμίζεται το ζήτημα της κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων το οποίο καταγράφεται ως νεωτεριστική αποτύπωση επενέργειας της σύγχρονης τεχνολογικής εξέλιξης στην ποινική δίκη. Το στοιχείο που διαφοροποιεί τα ψηφιακά δεδομένα σε σχέση με τα κοινά αποδεικτικά μέσα είναι ο άυλος χαρακτήρας τους, ο οποίος καθιστά αναγκαία την προσεκτική συλλογή τους και την τήρηση ειδικών διαδικασιών, τη συνδρομή εξειδικευμένου προσωπικού και τη χρήση ειδικού εξοπλισμού. Σημειώνεται, βέβαια, ότι η διάταξη με την ισχύουσα μορφή της καταλαμβάνει τόσο το άυλο ψηφιακό δεδομένο, όσο και τον υλικό φορέα που το ενσωματώνει. Παραδείγματος χάριν, ένα tablet που βρίσκεται στην οικία ορισμένου προσώπου μπορεί να κατασχεθεί όχι επειδή περιέχει κρίσιμα ψηφιακά δεδομένα, αλλά επειδή επί της οθόνης αφής ανευρέθησαν δακτυλικά αποτυπώματα. Αυτή η ιδιαίτερη φύση τους δεν επιτρέπει την απλή «απομάκρυνσή» τους κατά τρόπο που προσιδιάζει στην αφαίρεση ενσώματων αντικειμένων από την κατοχή ορισμένου προσώπου.
Σημαντική κρίνεται η σύνταξη σχετικής έκθεσης κατά την κατάσχεσή τους, προκειμένου το ψηφιακό υλικό να παραμένει προστατευμένο από παρεμβολές και να εξασφαλίζεται η ακεραιότητά του. Μετά τη συλλογή, κρίσιμη είναι και η διαδικασία για την ασφαλή διατήρησή τους. Αυτά παραμένουν αποθηκευμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε ένα και μόνο υλικό μέσο αποθήκευσης που περιέχεται στη δικογραφία.
Αποτελούν άλλωστε μέρος της και σκοπός είναι να παρέχεται πρόσβαση στα δικαιούμενα πρόσωπα. Προς τούτο προβλέπεται η χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων, όπως η κρυπτογράφηση και η χρήση κωδικών ασφαλείας για την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εξαιρούνται ρητώς από τα δεδομένα για τα οποία μπορεί να επιβληθεί κατάσχεση, τα ψηφιακά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής (cloud services). Ως προς δε τα ηλεκτρονικά έγγραφα, ακολουθείται για τη συλλογή/κατάσχεσή τους η ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για τα κοινά έγγραφα39.
Η αποδεικτική αξιοποίηση των ψηφιακών δεδομένων οριοθετείται από το άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ωστόσο, προβληματισμό εγείρει η διατύπωση της παραγράφου 6 του εν λόγω άρθρου με βάση την οποία φαίνεται να καθίσταται δυνατή η αποδεικτική αξιοποίηση των ψηφιακών δεδομένων και σε άλλη ποινική δικογραφία. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι το υλικό που έχει συλλεγεί μπορεί να περιληφθεί και σε άλλη, ήδη σχηματισμένη, δικογραφία κατόπιν εισαγγελικής διάταξης ή απόφασης δικαστικού οργάνου. Η πρόβλεψη αυτή, ιδωμένη υπό το πρίσμα των σχετικών προβλέψεων του νόμου για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και των διατάξεων του ΚΠΔ για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις επαναφέρει τον προβληματισμό περί της αποδεικτικής αξιοποίησης των «τυχαίων» ευρημάτων.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι σε αντίθεση με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες οριοθετούν το πεδίο αξιοποίησης στα εκ του «καταλόγου» εγκλήματα, εν προκειμένω ο νομοθέτης δεν προέβη σε κάποια περιοριστική απαρίθμηση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες μπορεί να αξιοποιηθεί το εν λόγω υλικό. Δεδομένου δε του νεοπαγούς χαρακτήρα της ρύθμισης και της συνεπακόλουθης απουσίας νομολογιακώς καθορισθέντων κριτηρίων, που θα οριοθετήσουν την εφαρμογή της, επισημαίνεται ότι θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται «συσταλτικά», σύμφωνα πάντοτε με την αρχή της αναλογικότητας και με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα των εμπλεκόμενων μερών.
Τέλος, στην περίπτωση κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε σύστημα υπολογιστή, κρίνεται ιδιαιτέρως προβληματική η οριοθέτηση – «απομόνωση» αυτών. Συγκεκριμένα, δεδομένης της κατασχέσεως του υλικού φορέα στον οποίο είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα (λ.χ. του σκληρού δίσκου), είναι ορατός ο κίνδυνος κατασχέσεως και αποθηκευμένων σε αυτόν δεδομένων που ουδόλως σχετίζονται με την αποδιδόμενη κατηγορία, και δη ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Παραδείγματος χάριν στην περίπτωση φορολογικών αδικημάτων, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κατάσχεση και ιατρικών δεδομένων ή φωτογραφιών που απεικονίζουν προσωπικές στιγμές του χρήστη του κατασχεθέντος υπολογιστή, στον οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα οικονομικά στοιχεία της διερευνώμενης επιχείρησης. Συνακόλουθα, στα ευαίσθητα αυτά δεδομένα αποκτούν πρόσβαση όλα τα νομιμοποιούμενα διάδικα μέρη (ιδίως συγκατηγορούμενοι, υποστηρίζοντες την κατηγορία, καθώς και οι συνήγοροι αυτών). Ο κίνδυνος αυτός εντείνεται στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, οπότε και μπορεί να ζητηθεί από τους παράγοντες της δίκης να επισκοπηθεί το εν λόγω ψηφιακό αποδεικτικό μέσο, με αποτέλεσμα να διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που λαμβάνουν γνώση των δεδομένων αυτών, εν’ όψει και της αρχής της δημοσιότητας της δίκης. Ανακύπτει, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα πώς και από ποιό αρμόδιο όργανο θα μπορούσε στην πράξη να διαχωριστεί το αφορόν στην κατηγορία κατασχεθέν ψηφιακό υλικό από το ποινικώς αδιάφορο προσωπικό υλικό του υπόπτου/κατηγορούμενου, ώστε να προστατευτούν τα δικαιώματα του τελευταίου. ΙΙ. Το άρθρο 227 παρ. 4, 5 ΚΠΔ περί αποτύπωσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο της κατάθεσης ανήλικου μάρτυρα
Περαιτέρω, μια ακόμα δικονομική ρύθμιση η οποία αποτυπώνει τη σταδιακή εισαγωγή των ψηφιακών στοιχείων στην ποινική αποδεικτική διαδικασία είναι αυτή του άρθρου 227 παρ. 4, 5 ΚΠΔ44. Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή προβλέπεται η υποχρέωση καταχώρισης σε οπτικοακουστικό υλικό της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα κατά την προδικασία και η ηλεκτρονική προβολή της, αντί της φυσικής παρουσίας, στα επόμενα δικονομικά στάδια. Η αποδεικτική αυτή υποκατάσταση αποτελεί το αποτέλεσμα της συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τη διεθνή υποχρέωση να διατηρήσει το ευάλωτο ανήλικο θύμα «μακριά» από τον κατηγορούμενο και την ακροαματική διαδικασία. Έτσι, η ηλεκτρονική αποτύπωση της καταθέσεως κατέστη υποχρεωτική, αντικαθιστώντας επί της ουσίας την έγγραφη κατάθεση του ανηλίκου. Η δικονομική αυτή ρύθμιση αναδεικνύει έτι περαιτέρω τον ρόλο που διαδραματίζει σταδιακά η τεχνολογία κατά την ποινική αποδεικτική διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και αξιοποίησης των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων από τον ποινικό δικαστή στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία θα εφαρμοστούν οι σχετικοί κανόνες περί απόδειξης, όπως αυτοί ισχύουν στην ποινική δίκη.
Τα στοιχεία αυτά θα συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο της αρχής της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 ΚΠΔ), με τις κατά περίπτωση αναγκαίες σταθμίσεις για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων των διάδικων μερών. Άμεση, βεβαίως, είναι και η σχέση της λειτουργίας της ηθικής απόδειξης με την ολόπλευρη αναζήτηση της αλήθειας στην ακροαματική διαδικασία, όπως προκύπτει από τα άρθρα 177 παρ. 1 και 178 παρ. 2 ΚΠΔ. Το ενδιαφέρον ζήτημα που προκύπτει αφορά το τυχόν διαφοροποιημένο περιεχόμενο της αιτιολογίας των καταδικαστικών και αθωωτικών αποφάσεων, καθώς η αιτιολογία των αποφάσεων αποτελεί το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ηθικής απόδειξης στο ακροατήριο. Χρήσιμο «εργαλείο» στην κατεύθυνση αυτή θα αποτελέσει μετά βεβαιότητος η ηλεκτρονική απόδειξη.
Δ. Νομολογία ελληνικών δικαστηρίων
Η πολιτική δικαιοσύνη βρέθηκε αντιμέτωπη με το ζήτημα της αποδεικτικής αξιοποίησης ηλεκτρονικών στοιχείων ήδη κατά τα προηγούμενα χρόνια. Στην ποινική δίκη τα πράγματα διαφοροποιούνται δεδομένης της φύσης, αλλά και του βαθμού δικανικής πεποίθησης που αυτή απαιτεί. Σημειώνεται, για λόγους πληρότητας της παρούσας εισηγήσεως, ότι στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας το δικαστήριο μπορεί να κληθεί να αξιολογήσει ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία στις εξής δύο περιπτώσεις: 1ον: Όταν αυτά αποτελούν υλικό αντικείμενο ή μέσο τέλεσης του υπό εξέταση εγκλήματος. Τούτο διότι, λόγω της διαρκούς ανάπτυξης της ηλεκτρονικής εγκληματικότητας, τα μέσα και οι υλικοί φορείς των εγκλημάτων αποκτούν νέα πλέον μορφή. Στις περιπτώσεις αυτές δεν παρουσιάζονται ιδιαίτερα ερμηνευτικά ζητήματα, δεδομένου ότι το εν λόγω ψηφιακό/ηλεκτρονικό στοιχείο αποτελεί μέρος του υπό εξέταση εγκλήματος, οπότε και αυτόματα συνεκτιμάται και αξιοποιείται από τον δικαστή.
2ον: Διαφοροποίηση όμως επέρχεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η ασκηθείσα ποινική δίωξη αφορά σε αξιόποινη πράξη, η οποία ουδέν χαρακτηριστικό ηλεκτρονικής εγκληματικότητας φέρει, ωστόσο στο πλαίσιο της διεξαγόμενης αποδεικτικής διαδικασίας τίθενται στην κρίση του δικαστηρίου ψηφιακά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία κατατείνουν είτε στην απαλλαγή, είτε στην κατάγνωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Ήδη, όπως θα αναπτυχθεί αμέσως κατωτέρω, τα τελευταία έτη οι δικαστικές αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, καλούμενες να προσαρμόσουν την αποδεικτική διαδικασία στα νέα τεχνολογικά δεδομένα.
Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου με την υπ’ αριθ. 21/2019 απόφασή του αξιολόγησε αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονταν από την πλατφόρμα συνομιλιών «facebook». Επεφύλαξε δε γι’ αυτά δικονομική αντιμετώπιση αντίστοιχη με αυτή των κοινών επιστολών και τελικώς τα έλαβε υπ’ όψιν του ως αποδεικτικά στοιχεία, απορρίπτοντας τις αντίθετες αιτιάσεις της πολιτικώς ενάγουσας, περί μη αξιολόγησής τους. Σημειώνεται ότι απεδείκνυαν υπερασπιστικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Στην ίδια κατεύθυνση και η υπ ́αριθ. 954/2020 του Αρείου Πάγου, από την οποία προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα, προς αιτιολόγηση της καταδικαστικής του κρίσης, εκτυπώσεις συνομιλιών στο «facebook», οι οποίες περιείχαν πληροφορίες που απεδείκνυαν την ενοχή των κατηγορουμένων.
Ακολουθεί παράθεση πρόσφατων αποφάσεων του Ακυρωτικού, από τις οποίες διαφαίνεται η σταδιακή μετάβαση σε μια περίοδο που η αξιοποίηση ηλεκτρονικών και ψηφιακών αποδεικτικών στοιχείων από τα δικαστήρια της ουσίας, θα συμβάλλει καθοριστικά στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Συγκεκριμένα, από την υπ’ αριθ. 254/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι τα αστυνομικά όργανα κατά την προδικασία διερεύνησαν την ύπαρξη βιντεοληπτικού υλικού για τις διερευνώμενες πράξεις του εμπρησμού και της φθορά ξένης ιδιοκτησίας και εν συνεχεία το δικαστήριο της ουσίας βασιζόμενο στο συσχετισθέν αυτό υλικό, προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Ομοίως, αξιολογώντας την υπ ́αριθ. 809/2022 απόφασή του ΑΠ, η οποία αφορά σε καταδίκη για υπεξαίρεση και απιστία δικηγόρου, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας για να οδηγηθεί στην καταδίκη αξιοποίησε ψηφιακό υλικό που απεικόνιζε τον κατηγορούμενο να εισέρχεται και να εξέρχεται [κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος] από το τραπεζικό κατάστημα, από το οποίο ανέλαβε το επίδικο ποσό.
Το ακυρωτικό στην περίπτωση αυτή απέρριψε αιτίαση του κατηγορουμένου περί ιδρύσεως απόλυτης ακυρότητας, λόγω μη χορήγησης σε αυτόν αντιγράφων του ενός εκ των τριών ψηφιακών δίσκων βιντεοληπτικού υλικού που τον απεικόνιζαν να εισέρχεται στην τράπεζα, αφ ́ης στιγμής δεν αμφισβητείτο, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, το εικονιζόμενο περιστατικό που αυτός επικαλείτο.
Αντίστοιχα, από την μελέτη της υπ ́αριθ. 449/2022 απόφασης του ΑΠ προκύπτει ότι εκθέσεις απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, που παρακολουθούντο νομίμως, οδήγησαν στη σύλληψη των δραστών. Το δικαστήριο της ουσίας, βασιζόμενο δε σε έκθεση απομαγνητοφώνησης, απέρριψε ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί του ύψους του προσδοκώμενου οφέλους του αδικήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό του υπ’ αριθμ. 12/2022 βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Ναυτοδικείου Πειραιά. Το ως άνω Συμβούλιο εξετάζοντας την τέλεση βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, έλαβε υπ’ όψιν του, μεταξύ άλλων στοιχείων, το βιντεοληπτικό υλικό καταγραφής από διάφορα σημεία της πορείας του οχήματος του κατηγορουμένου, καθώς και φωτογραφίες από τον λογαριασμό του ιδίου στο «facebook». Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί κατά παντός υπευθύνου. Κατόπιν συνδυαστικής αποδεικτικής αξιοποίησης και συνεκτιμήσεως των ως άνω στοιχείων, κατέστη δυνατή η ταυτοποίηση του δράστη.
Περαιτέρω, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και ψηφιακό αποδεικτικό μέσο, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 695/202357 απόφασή του, απήλλαξε τους κατηγορούμενους για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του, μεταξύ άλλων, και κρίσιμα στοιχεία που προέκυψαν από την επισκόπηση βιντεοληπτικού υλικού της εταιρείας «Αττική Οδός Α.Ε».
Ε. Παρέκβαση: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) ως ο ανερχόμενος
πρωταγωνιστής της ποινικής αποδεικτικής διαδικασίας Αφετηριακό σημείο για τη συλλογιστική της παρούσας ενότητας αποτελούν ιδίως το προαναφερθέν υπ’ αρ. 12/2022 βούλευμα του Ναυτοδικείου Πειραιώς (ως προς την αποδεικτική αξιοποίηση ψηφιακών στοιχείων), αλλά και η ως άνω αναφερθείσα υπ’ αριθ. 1456/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου (στην περίπτωση αυτή το ψηφιακό στοιχείο αποτελεί μέσο τέλεσης του εγκλήματος). Υπενθυμίζεται, ότι στην μεν πρώτη υπόθεση το δικαστήριο οδηγήθηκε στην εξακρίβωση του δράστη από τη συνδυαστική αξιολόγηση του βιντεοληπτικού υλικού και των αναρτημένων φωτογραφιών του δράστη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην δε έτερη αξιολογήθηκε ως μέσο τέλεσης του αδικήματος η αντίδραση μέσω ιδεογράμματος (emoticon) στο «facebook». Κοινό τόπο των προαναφερθεισών δικαστικών κρίσεων, αποτελεί η αποδεικτική αξιοποίηση από τα δικαστήρια της ουσίας, στοιχείων τα οποία είχαν αντληθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα από την πλατφόρμα του «facebook».
Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν προεξάρχοντα ρόλο στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Πλείστες ενέργειες της καθημερινής ζωής «νοηματοδοτούνται» πλέον από τη χρήση τους. Η επικοινωνία, η συνύπαρξη, η διαφήμιση, οι αγορές, η εύρεση εργασίας, οι συναλλαγές, οι μεταφορές, η αναζήτηση κάθε είδους πληροφορίας, η πολιτική, ακόμα και η συντροφικότητα, έχουν λάβει πλέον νέες διαστάσεις μέσα από τις αντίστοιχες τεχνολογικές εφαρμογές και πλατφόρμες. Το «facebook», το «Instagram», το «Linkedin», το «tik tok», το «twitter», το «be real» κ.ά, αποτελούν πλέον καθημερινά μέσα επικοινωνίας για όλες τις ηλιακιακές ομάδες πολιτών χρηστών.
Η δυνατότητα αποθήκευσης και διατήρησης των δεδομένων που οι εφαρμογές αυτές παρέχουν, ενδέχεται, λοιπόν, να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο και της ποινικής διαδικασίας. Πλάι στη δυνατότητα αυτή, κρίνεται σκόπιμο να αξιολογήσει κανείς και την δυνατότητα καταγραφής/αποτύπωσης οθόνης που παρέχεται από τα κινητά τηλέφωνα και τους υπολογιστές (printscreen/screenshot). Τούτο επιτρέπει την ανά πάσα στιγμή αποτύπωση της πληροφορίας που απεικονίζεται σε κάθε εφαρμογή και την μεταγενέστερη αξιοποίησή της ακόμα και ως αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον των αρμοδίων εισαγγελικών και δικαστικών αρχών.
Έχει άραγε αναλογιστεί κανείς ότι το αναρτημένο βιογραφικό του σε ηλεκτρονική εφαρμογή εύρεσης εργασίας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί αποδεικτικά σε ποινική υπόθεση με αποδιδόμενο αδίκημα αυτό της απάτης; Αλήθεια έχουμε σκεφτεί ότι οι δημοσιεύσεις κάποιου χρήστη στο «twitter» ή στο «instagram» ενδέχεται να αποτελέσουν στοιχείο για τη χορήγηση ή μη του ελαφρυντικού του συννόμου βίου ή να αξιολογηθούν ως ενδείκτες για τον δόλο του; Αυτό που σίγουρα έχουμε διαπιστώσει είναι ότι οι αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατόπιν συναξιολογήσεως και συνεκτιμήσεως με έτερα στοιχεία της δικογραφίας, έχουν ήδη «αποκαλύψει» τον δράστη σε πληθώρα υποθέσεων.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι δημιουργείται ένα νέο τεχνολογικό περιβάλλον, το οποίο δεν αφήνει ανεπηρέαστη την απονομή της δικαιοσύνης. Ιδίως δε στον χώρο της ποινικής αποδεικτικής διαδικασίας, όπου κάθε αποδεικτικό μέσο είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτό, διαμορφώνεται σταδιακά ένα «νέο είδος» απόδειξης, μέσα από το ψηφιακό αποτύπωμα των ευρέως διαδεδομένων ηλεκτρονικών μέσων. Το παράνομο ή μη των μέσων αυτών και η δυνατότητα αξιολόγησής τους θα κριθεί ad hoc, με βάση τις αναγκαίες σταθμίσεις εκφεύγει, άλλωστε, από το οριοθετημένο αντικείμενο της παρούσας εισήγησης. Το βέβαιον είναι πως πρόκειται για ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την αντιληπτική και προβλεπτική ικανότητα του νομικού, που καλείται με την αναγκαία συνδρομή ειδικών επιστημόνων να επιδεικνύει ευελιξία και προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα.
Την ίδια στιγμή και ο νομοθέτης θα πρέπει να προσαρμόζεται στις διαρκείς εξελίξεις και να δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για την ενσωμάτωσή τους στην ποινική διαδικασία. Ήδη παρατηρείται ότι σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, όπου η τεχνολογία αποτελεί μέσο τέλεσης/υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, έχουν ληφθεί υπ’όψιν τα νέα δεδομένα για την διαμόρφωση νέων μορφών εγκλημάτων λ.χ. εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών (άρθρο 292Α ΠΚ), παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων (άρθρο 292Β ΠΚ), προσβολές του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών του κοινού (άρθρο 292Δ ΠΚ), παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών (άρθρο 292Ε ΠΚ), εξύβριση τελεσθείσα μέσω διαδικτύου (άρθρο 361 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ), φθορά ψηφιακών δεδομένων (άρθρο 379 ΠΚ), εκδικητική πορνογραφία (άρθρο 346 ΠΚ), παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων (άρθρο 38 ν. 4624/2019) δια της επεμβάσεως σε ψηφιακό αρχείο.
Σε δικονομικό επίπεδο έχουν, επίσης γίνει σημαντικές προσθήκες σε διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας, όπως αναλύθηκε και στο υπό κεφ. Γ του παρόντος ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται και η εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1543 στην εσωτερική έννομη τάξη, όπως προελέχθη.
ΣΤ. Προβληματισμοί αντί επιλόγου
Στην τελευταία ενότητα της παρούσας εισήγησης κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που ανέκυψαν από την μελέτη των θεματικών που αναπτύχθηκαν.
(α) Σημαντικό ζήτημα αποτελεί η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής των ελληνικών δικαστηρίων, προκειμένου να καταστεί πρακτικώς δυνατή η αξιολόγηση και αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον των ποινικών ακροατηρίων. Παρατηρείται δε σχεδόν παντελής έλλειψη της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής, ήτοι έλλειψη σε μέσα προβολής, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία δημοσιότητας της διαδικασίας και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς και σε μέσα διατήρησης του αποδεικτικού υλικού, ώστε αφενός μεν να μην υφίσταται αλλοίωση αυτού, αφετέρου δε να καθίσταται δυνατή η αξιοποίηση αυτού από τα διάδικα μέρη. Απαιτείται, λοιπόν, με μία πρώτη προσέγγιση, τόσο η εξασφάλιση του αναγκαίου εξοπλισμού, όσο και η προσαρμογή της χωροταξικής διάρθρωσης των δικαστικών
αιθουσών, προκειμένου να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη πρόσβαση στην ηλεκτρονική – ψηφιακή απόδειξη (καθ ́ οιονδήποτε τρόπο) σε όλους τους παράγοντες της δίκης.
(β) Το στάδιο της προδικασίας είναι θεμελιώδες για την συλλογή του αποδεικτικού
υλικού. Προς τούτο, αφενός μεν οι υπάλληλοι που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες θα πρέπει να διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία, αφετέρου δε οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, θα πρέπει να διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις, προκειμένου να διαταχθούν οι αναγκαίες ενέργειες για την έγκαιρη και αποτελεσματική συλλογή των αποδείξεων. Εξειδικευμένες γνώσεις, όμως απαιτούνται και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από τους παράγοντες της δίκης, ήτοι από τις δικαστικές αρχές, καθώς και από τους συνηγόρους των διαδίκων. Άλλωστε, μόνο με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η αρτιότερη κατανόηση των επιμέρους τεχνικών όψεων των αποδεικτικών στοιχείων και η ορθή αξιολόγησή τους στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας.
(γ) Διανοίγεται, άραγε, πεδίο πρόσφορο προς αξιοποίηση εν προκειμένω της ρύθμισης του άρθρου 248 ΚΠΔ; Επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα υποβοήθησης του έργου του ανακριτή από ειδικούς επιστήμονες επί ενός συγκεκριμένου αντικειμένου, λόγω της φύσης και των γνώσεων που αυτό απαιτεί. Οι επιστήμονες αυτοί δεν φέρουν την ιδιότητα του πραγματογνώμονα και καθήκον τους είναι να συνεπικουρούν τον ανακριτή με τις γνώσεις, την εμπειρία και τα εφόδια που διαθέτουν, προκειμένου ο τελευταίος να κατανοεί κάθε πτυχή της υπό κρίση υπόθεσης. Στο ανωτέρω ερώτημα, επομένως, η απάντηση, θα πρέπει να είναι καταφατική. Ειδικοί επιστήμονες με γνώσεις πληροφορικής μπορούν και πρέπει να συνδράμουν το ανακριτικό έργο με στόχο την ανάδειξη και κατανόηση των δύσκολων τεχνικών ζητημάτων που σχετίζονται με τη φύση των ψηφιακών αποδεικτικών μέσων. Σημειώνεται δε ότι σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση του ΚΠΔ επιτρέπεται η εξέταση των προσώπων αυτών ως μαρτύρων και στο ακροατήριο. Ως εκ τούτου, προβλέπεται η συμμετοχή τους και στο δικονομικό στάδιο της κύριας διαδικασίας.
Από την εκτενή ανάλυση όλων των επιμέρους θεματικών καθίσταται αντιληπτό ότι ο σύγχρονος εφαρμοστής του δικαίου έχει ήδη βρεθεί και θα εξακολουθήσει να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίπολο στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας: από τη μια η ανάγκη για αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης και ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και κατ’ άλλη πλευρά η διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων του υπόπτου/κατηγορουμένου. Οι νέες ενωσιακές ρυθμίσεις καθιστούν ακόμα πιο δυσχερή την συνύπαρξη των ως άνω επιταγών και δικαιωμάτων. Εξ αυτού του λόγου απαιτείται ολιστική προσέγγιση κατά τη στάθμιση για τον παράνομο ή μη χαρακτήρα των εκάστοτε χρησιμοποιούμενων αποδεικτικών μέσων, αλλά και κατά τις διαδικασίες συλλογής και διατήρησης των «νέου τύπου» ψηφιακών δεδομένων/ηλεκτρονικών αποδείξεων (e- evidence). Άλλωστε, τα ανωτέρω θεμελιώδη δικαιώματα, αποτελούν όρο sine qua non για το νομικό πολιτισμό και δεν θα πρέπει να θυσιάζονται στην «αρένα» της αποδεικτικής διαδικασίας.
Πηγή: dikastiko.gr