Ενώπιον του Αρείου Πάγου υποβλήθηκε αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, με την οποία Μαιευτήρας – Χειρουργός κηρύχθηκε ένοχος για παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ του ΠΚ και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, η οποία ανεστάλη για μία τριετία.
● Το ιστορικό της υπόθεσης
Στις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2014 η παθούσα μετέβη στο γυναικολογικό τμήμα νοσοκομείου, στο οποίο εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, για να υποβληθεί σε τεστ “Παπανικολάου”, κατά το οποίο διαπιστώθηκε η ύπαρξη κυστεοκήλης στη μήτρα. Για αυτό το λόγο, η παθούσα εξετάσθηκε την ίδια ημέρα από τον κατηγορούμενο, ο οποίος επί σειρά ετών υπηρετούσε στο ίδιο νοσοκομείο ως μαιευτήρας – χειρουργός – γυναικολόγος. Ο τελευταίος της συνέστησε να προχωρήσει σε εγχείρηση, και συγκεκριμένα σε αποκατάσταση κυστεοκήλης, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον συμπτώματα όπως ακράτεια ούρων και ουρολοιμώξεις. Πράγματι η παθούσα συμφώνησε για τη διεξαγωγή της επέμβασης και ορίστηκε ημερομηνία αυτής η 13-2-2014.
Στις 12-2-2014 η παθούσα μετέβη στο γυναικολογικό τμήμα για προεγχειρητικό έλεγχο (αιματολογικές εξετάσεις, καρδιογράφημα και ακτινογραφία). Μετά το πέρας των εξετάσεων η παθούσα συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο στο γραφείο του, για να ενημερωθεί από αυτόν για τη επέμβαση, παρών δε, κατά τη συνάντηση αυτή, ήταν και ο αναισθησιολόγος του νοσοκομείου. Στην ως άνω συνάντηση ο κατηγορούμενος της πρότεινε να προχωρήσει αντί για την μικρής διάρκειας και σχετικά ανώδυνη επέμβαση της αποκατάστασης κυστεοκύλης σε ολική αφαίρεση της μήτρας, για προληπτικούς λόγους. Η παθούσα ξαφνιάστηκε, εξέφρασε την απορία της και δεν συναίνεσε σε μία τέτοια επέμβαση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τον παριστάμενο κατά την ενημέρωση αναισθησιολόγος. Μπροστά στη στάση της αυτή, ο κατηγορούμενος της ζήτησε απλά να το σκεφθεί και δεν επέμεινε, και ούτε έλαβε τη ρητή συναίνεσή της για να προχωρήσει σε άλλη επέμβαση από την αποκατάσταση κυστεοκύλης ούτε της ζήτησε να υπογράψει το σχετικό έγγραφο συναίνεσης. Περαιτέρω, στη συνάντηση αυτή ο κατηγορούμενος παρέλειψε τελείως να ενημερώσει την παθούσα για την πρόθεσή του να βιντεοσκοπήσει την εν λόγω επέμβαση.
Η επέμβαση ξεκίνησε το πρωί της 13-2-2014 ενώ στο πρόγραμμα του χειρουργείου καταχωρήθηκε ως επέμβαση αποκατάστασης κυστεοκύλης. Κατά τη διάρκειά της, ο κατηγορούμενος, καίτοι ξεκίνησε επέμβαση αποκατάστασης κυστεοκύλης, αποφάσισε να προβεί σε ολική κολπική υστερεκτομή, η οποία αποτελεί μεγάλης βαρύτητας επέμβαση εν σχέσει με την αρχική, χωρίς να ακούσει καν τις αντιρρήσεις του βοηθού χειρουργού, ενώ ούτε αναζήτησε, όπως όφειλε, το σύζυγο της παθούσας ή άλλον συγγενή της, για να τους ενημερώσει και να λάβει έστω και αυτών τη συναίνεση για την αλλαγή της επέμβασης. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης ο κατηγορούμενος προχώρησε σε βιντεοσκόπηση αυτής και στα σχετικά πλάνα απεικονίζονταν τα γεννητικά όργανα της παθούσας αλλά όχι το πρόσωπο ή άλλο σημείο του σώματός της. Στη συνέχεια, στις 16-2-2014, προέβη σε ανάρτηση στο YouTube αναφέροντας την επέμβαση ως ολική κολπική υστερεκτομή σε γυναίκα ηλικίας 55 ετών στη …. στις 13-2-2014 μαζί με τα στοιχεία του ως χειρουργού καθώς και αυτά των βοηθών του.
● Η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων (απόσπασμα)
Περαιτέρω, σχετικά με τη δεύτερη πράξη της παραβίασης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων λεκτέα τα ακόλουθα:
Όπως αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος κατά την ημέρα της επέμβασης (13-2-2014), προέβη σε βιντεοσκόπηση αυτής (επέμβασης) στην οποία απεικονίζονταν τα γεννητικά όργανα της παθούσας χωρίς δικαίωμα και συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και δη της πολιτικώς ενάγουσας. Την κρίση ότι δεν υφίστατο συγκατάθεση ή συναίνεση της παθούσας επιρρωνύει και το γεγονός ότι ειδικά για την βιντεοσκόπηση απαιτείτο η συγκατάθεση ή η συναίνεση να είναι ρητή, ήτοι να προκύπτει από το έγγραφο της συναίνεσης, που στην προκειμένη περίπτωση όπως προελέχθη όχι μόνο δεν είχε υπογραφεί από την ίδια αλλά επιπλέον στη θέση του αν συναινεί για τη βιντεοσκόπηση δεν υπήρχε καμία σημείωση. Το παραπάνω υλικό όπως αυτό βιντεοσκοπήθηκε αποτελεί αρχείο αποθήκευσης (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2472/1997) που περιείχε ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της παθούσας. Ακολούθως δε, στις 16-2-2014, το ανήρτησε στη διαδικτυακή τοποθεσία “YouTube” στην προσωπική του ιστοσελίδα “…”, ενέργεια η οποία συνιστά επέμβαση σε αρχείο, ασχέτως ότι επρόκειτο για υλικό που ο ίδιος είχε συλλέξει (ΑΠ 505/2020 δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και δεν εμπίπτει η ως άνω ενέργεια σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του ν. 2472/1997, στις οποίες δεν απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Άλλωστε αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελούν οι σύγχρονες βιντεοκάμερες οι οποίες διαθέτουν λογισμικά προγράμματα.
Με τον τρόπο δε αυτό, τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της παθούσας τα κατέστησε γνωστά και προσιτά με δυνατότητα παρακολούθησης σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων-μη δικαιουμένων-χρηστών του διαδικτύου, που επισκέφτηκαν την ως άνω ιστοσελίδα. Δηλαδή τα ως άνω δεδομένα είναι προσωπικά της παθούσας που προηγουμένως βιντεοσκόπησε. Το δε αρχείο στο οποίο ο ίδιος ο κατηγορούμενος επενέβη είναι το αρχείο αποθήκευσης του βίντεο που ο ίδιος χρησιμοποίησε για τη βιντεοσκόπηση, δηλαδή αρχείο που ο ίδιος δημιούργησε με το βίντεο και στη συνέχεια αφού έλαβε γνώση αυτών των δεδομένων τα ανακοίνωσε σε τρίτους. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν πρόκειται για επέμβαση σε αρχείο γιατί στην συλλογή των δεδομένων προέβη ο ίδιος και επομένως δεν στοιχειοθετείται η άδικη πράξη για την οποία κατηγορείται είναι απορριπτέος, καθόσον σύστημα αρχειοθέτησης αποτελούν και οι βιντεοκάμερες με τις οποίες γίνεται η λήψη και στις οποίες γίνεται η καταχώρηση του υλικού, πρόκειται δε για επέμβαση στο αρχείο, όταν κάποιος βιντεοσκοπεί και στη συνέχεια δημοσιοποιεί στο διαδίκτυο. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει και η επέμβαση σε αρχείο, καθώς και η γνώση και ανακοίνωση των δεδομένων αυτού σε τρίτους.
Περαιτέρω, και αναφορικά με το εάν θα μπορούσε να ταυτοποιηθεί το πρόσωπο της παθούσας καθόσον σε αντίθετη περίπτωση δεν υφίσταται παραβίαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων λεκτέα τα ακόλουθα:
Πράγματι στο παραπάνω υλικό όπως αυτό βιντεοσκοπήθηκε και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο μπορεί να μην αναφερόταν το όνομα της ασθενούς ή να μην φαινόταν το πρόσωπό της, πλην όμως από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία που αναφέρονταν, ήτοι την ημερομηνία της επέμβασης, 13-2-2014, τον τόπο αυτής, Γενικό Νοσοκομείο …, το είδος της επέμβασης, ολική κολπική υστερεκτομή, η οποία ήταν η μοναδική του είδους που έλαβε χώρα εκείνη την ημέρα, την ηλικία της παθούσας, 55 ετών, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του κατηγορουμένου ως χειρουργού καθώς και αυτά των βοηθών του, το πρόσωπο της παθούσας ήταν απόλυτα ταυτοποιήσιμο. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης της παραβίασης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
● Η κρίση του Αρείου Πάγου (απόσπασμα)
Σύμφωνα, επομένως, με τους ορισμούς του Ν.4624/19, είναι απαραίτητο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο της βασικής μορφής του αδικήματος της παρ.1α, όσο και των υπόλοιπων, των παρ. 1β’, 2, 3, 4 και 5, τα προσωπικά δεδομένα επί των οποίων έγινε η επέμβαση να βρίσκονται σε “σύστημα αρχειοθέτησης”, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της προσβολής της εγκληματικής πράξης, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου. Τέτοιο αρχείο προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι σύγχρονες βιντεοκάμερες, οι οποίες διαθέτουν λογισμικά προγράμματα, στα οποία ο κάτοχος και ιδιοκτήτης τους καταχωρεί σε ξεχωριστά αρχεία τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στις φωτογραφίες του, στα βίντεό του (ταινίες του), κ.λ.π., τα οποία αρχεία (όταν είναι πολλά) είναι διαρθρωμένα σε φακέλλους και υποφακέλλους, όπως και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δηλαδή τα αρχεία της σύγχρονης βιντεοκάμερας αποτελούν διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και μπορούν να τύχουν επεξεργασίας συνισταμένης μεταξύ άλλων και στην ανάρτηση του οπτικοακουστικού υλικού που καταγράφηκε με αυτά σε διαδικτυακές πλατφόρμες και ιστότοπους, που επιτρέπουν την κοινοποίηση, αποθήκευση, αναζήτηση και αναπαραγωγή ψηφιακών βίντεο και ψηφιακών ταινιών (πρβλ. ΑΠ 505/2020, ΑΠ 96/2020 και ΑΠ 1306/2016 ). Έτσι, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος της παρ.1α του άρθρου 38 Ν. 4624/2019 απαιτείται η χωρίς δικαίωμα επέμβαση επί συστήματος αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η μέσω της επέμβασης αυτής λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων. Ειδικότερα, η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει: α) την ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατ’ αναλογία του “αρχείου” που προέβλεπε η νομοτυπική μορφή του προϊσχύοντος Ν. 2472/1997, β) την επέμβαση σε αυτό, γ) την ανυπαρξία δικαιώματος και δ) την με την επέμβαση αυτή γνώση από τον δράστη του περιεχομένου των δεδομένων. Η επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα δηλαδή και με τους αναφερόμενους στο εδάφιο β’ τρόπους επεξεργασίας, ήτοι με την αντιγραφή, αφαίρεση, αλλοίωση, βλάβη, συλλογή, καταχώριση, οργάνωση, διάρθρωση, αποθήκευση, προσαρμογή, μεταβολή, ανάκτηση, αναζήτηση πληροφοριών, συσχέτιση, συνδυασμό, περιορισμό, διαγραφή ή καταστροφή. Τέτοια ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4624/2019, η χωρίς δικαίωμα “εισβολή-εισχώρηση” απ’ έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης, ενώ η πράξη στοιχειοθετείται και μετά από νόμιμη κατοχή των δεδομένων, εφόσον η χρήση και επεξεργασία τους λαμβάνει χώρα χωρίς δικαίωμα, με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 38 παρ. 1 β’ του Ν. 4624/2029 τρόπους. Για την υποκειμενική συγκρότηση της πράξης απαιτείται άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Τέλος, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 Ν.4624/2019 πράξη συνιστά “έγκλημα χρήσης” (βλ. Αιτιολ. Έκθεση), αποτελεί δε ήπια διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, απειλούμενη με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) ετών.
Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της εν λόγω μορφής απαιτείται: α) η ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η μη ύπαρξη δικαιώματος επεξεργασίας τους, γ) η αναφερόμενη στο α’ εδάφιο της πρώτης παραγράφου μορφή επενέργειας σε αυτά και δ) η επιπρόσθετη συμπεριφορά του δράστη, που τίθεται διαζευκτικά, συνισταμένη στη χρησιμοποίηση, μετάδοση, διάδοση, κοινολόγηση με διαβίβαση, διάθεση, ανακοίνωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή όταν ο δράστης καθιστά προσιτά ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών (ΑΠ 686/2021).
Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ μεταβολή κατηγορίας, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 στοιχ. β’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ., για απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα, υπάρχει, όταν η πράξη, για την οποία επήλθε η καταδίκη, είναι ουσιωδώς διάφορη από εκείνη, που έχει εισαχθεί σε δίκη ο κατηγορούμενος, κατά τόπο χρόνο και ιστορικές περιστάσεις, ώστε να συνιστάται έγκλημα αντικειμενικώς διάφορο (ΑΠ 1436/2019).
[…]
Με τις ως άνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αιγαίου, κατ’ ορθή υπαγωγή στο νόμο των περιστατικών που αποδείχθηκαν, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της πράξης που προβλέπεται από διάταξη του άρθρου 38 παρ.2 του Ν. 4624/2019, την οποία, ως εκ του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης, εφάρμοσε ως ευμενέστερη στη θέση της διάταξης του άρθρου 22 παρ.4 περ. β’ του καταργηθέντος Ν. 2472/1997, διαλαμβάνοντας όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της άνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων. Ειδικότερα, παρέθεσε:
α) την από μέρους του κατηγορούμενου με χρήση βιντεοκάμερας, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού που αφορούσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (βιντεοσκόπηση χειρουργικής επέμβασης στα γεννητικά όργανα και συγκεκριμένα ολική κολπική υστερεκτομή), οποίο αποθήκευσε στην προσωπική του ιστοσελίδα “…”,
β) την ανάρτηση του ως άνω αρχείου στη διαδικτυακή πλατφόρμα YouTube, όπου διέθετε πρόσβαση και, συνακόλουθα, τη δυνατότητα παρακολούθησης των ανηρτημένων αρχείων εντοπιζόμενων ευχερώς με μηχανή αναζήτησης, από απροσδιόριστο αριθμό χρηστών του διαδικτύου,
γ) τη με τον τρόπο αυτό μετάδοση και διάδοση σε τρίτα πρόσωπα ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της υγείας της εγκαλούσας συνοδευόμενα με απεικονίσεις των απόκρυφων σημείων του σώματός της, των οποίων έλαβαν γνώση χωρίς να έχουν δικαίωμα και
δ) την παράθεση προσδιοριστικών στοιχείων που, αναμφίβολα, καθιστούσαν ταυτοποιήσιμο το πρόσωπο της εγκαλούσας, τόσο στον επαγγελματικό, όσο και στον κοινωνικό κύκλο αυτής και συγκεκριμένα το είδος της επέμβασης, ολική κολπική υστερεκτομή, η οποία ήταν η μοναδική του είδους που έλαβε χώρα εκείνη την ημέρα, τον τόπο διενέργειας αυτής στο Νοσοκομείο της …, την ηλικία της παθούσας, … ετών, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του κατηγορουμένου ως χειρουργού καθώς και αυτά των βοηθών του.
Τέλος, η καταδίκη του αναιρεσείοντος, κατ’ εφαρμογή της ευμενέστερης, όπως αναφέρθηκε, διάταξης του άρθρου 38 §2 του Ν. 4624/2019, δεν συνιστά μεταβολή κατηγορίας, καθώς τα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση δεν διαφοροποιούνται από εκείνα με βάση τα οποία ασκήθηκε η, σε βάρος του αναιρεσείοντα, ποινική δίωξη και εισήχθη στο Δικαστήριο η υπόθεση όσον αφορά την προβλεπόμενη, από το άρθρου 22 παρ.4 περ.β’ του προϊσχύσαντος Ν. 2472/1997, πράξη. Και τούτο διότι η αναφορά στην ισχύουσα διάταξη της ύπαρξης “συστήματος αρχειοθέτησης” που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατ’ αναλογία του “αρχείου” που προέβλεπε η νομοτυπική μορφή του προϊσχύσαντος Ν.2472/1997 δεν επηρεάζει την ταυτότητα αυτής, ως ιστορικού γεγονότος. Επομένως, το δικάσαν Δικαστήριο, το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της προβλεπόμενης από το άρθρο 38 παρ.2 του Ν. 4624/2019 αξιόποινης πράξης δεν υπέπεσε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 510 στοιχ. Ε’ και Α’ του ΚΠοινΔ αναιρετικές πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της απόλυτης ακυρότητας, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και, συνεπώς, ο μόνος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι, και κατά τα δυο σκέλη του, αβάσιμος.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Αρείου Πάγου.
Πηγή: lawspot.gr