Δικαστήριο ΕΕ: Επαλήθευση της νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων – Ελάχιστη υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου – Δικαίωμα άσκησης αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά της εποπτικής αρχής
Με τη δημοσιευθείσα στις 16.11.2023 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από μια εποπτική αρχή στο πλαίσιο της έμμεσης άσκησης των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων είναι νομικά δεσμευτικές.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, ένας δικαστής πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύει τους λόγους και τα στοιχεία στα οποία βασίζονται.
Ιστορικό της υπόθεσης
Το 2016 ο BA, ο οποίος ήταν τότε μισθωτός εργαζόμενος με σύμβαση μερικής απασχολήσεως σε ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ζήτησε από την Autorité nationale de sécurité (Εθνική Αρχή Ασφαλείας) τη χορήγηση πιστοποιητικού ασφαλείας προκειμένου να συμμετάσχει στο έργο συναρμολογήσεως και αποσυναρμολογήσεως της δέκατης διοργανώσεως των «Ευρωπαϊκών Ημερών Αναπτύξεως» στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).
Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2016, η ως άνω αρχή αρνήθηκε να χορηγήσει στον BA πιστοποιητικό ασφαλείας, επειδή από τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είχε στη διάθεσή της προέκυπτε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε συμμετάσχει σε δέκα διαδηλώσεις από το 2007 έως και το 2016 και επειδή τα στοιχεία αυτά δεν επέτρεπαν τη χορήγηση τέτοιου πιστοποιητικού βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, ιδίως για λόγους κρατικής ασφάλειας και σταθερότητας της συνταγματικής δημοκρατικής τάξεως. Κατά της ως άνω αποφάσεως δεν ασκήθηκε προσφυγή.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2020 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του BA ζήτησε από το Organe de contrôle de l’information policière (OCIP) (Εποπτικό Όργανο Αστυνομικών Πληροφοριών, Βέλγιο) να προσδιορίσει τους υπεύθυνους της επίμαχης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να τους υποχρεώσει να παράσχουν στον εντολέα του πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών που τον αφορούσαν προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Φεβρουαρίου 2020, το OCIP βεβαίωσε ότι παρέλαβε την ως άνω αίτηση. Το συγκεκριμένο εποπτικό όργανο επισήμανε ότι ο ΒΑ είχε μόνον δικαίωμα έμμεσης προσβάσεως στα δεδομένα αυτά, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι θα ήλεγχε το ίδιο τη νομιμότητα ενδεχόμενης επεξεργασίας δεδομένων τηρουμένων στην Banque de données nationale générale (Γενική Εθνική Τράπεζα Δεδομένων), ήτοι στη βάση δεδομένων που χρησιμοποιείται από το σύνολο των εθνικών αστυνομικών υπηρεσιών. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι είχε την εξουσία να διατάξει την αστυνομία να διαγράψει ή να τροποποιήσει τα δεδομένα, εφόσον παρίστατο ανάγκη, και ότι, κατά το πέρας του συγκεκριμένου ελέγχου, θα ενημέρωνε τον ΒΑ ότι διενεργήθηκαν οι αναγκαίες επαληθεύσεις.
Με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Ιουνίου 2020, το OCIP επισήμανε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του BA τα εξής:
«[…]
Σας ενημερώνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 42 [του LPD], το εποπτικό όργανο έχει διενεργήσει τις αναγκαίες επαληθεύσεις.
Τούτο σημαίνει ότι ελέγχθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εντολέα σας στις βάσεις δεδομένων της αστυνομίας προκειμένου να διασφαλισθεί η νομιμότητα οποιασδήποτε επεξεργασίας.
Όπου κρίθηκε απαραίτητο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τροποποιήθηκαν ή διαγράφηκαν.
Όπως ενημερωθήκατε με την επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Ιουνίου του τρέχοντος έτους, το άρθρο 42 του LPD δεν επιτρέπει στο [OCIP] να παράσχει περισσότερες πληροφορίες.»
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2020 η Ligue des droits homme και ο BA υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 209, δεύτερο εδάφιο, του LPD, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο).
Κατά πρώτον, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το ως άνω δικαστήριο να κρίνει την αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων παραδεκτή και, επικουρικώς, να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το ζήτημα, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 47, παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 85 και 86 της οδηγίας και σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, και με το άρθρο 47 του Χάρτη, αντιτίθεται στα άρθρα 42 και 71 του LPD, καθόσον οι συγκεκριμένες εθνικές διατάξεις ουδόλως προβλέπουν δικαστική προσφυγή κατά των αποφάσεων που λαμβάνει το OCIP.
Κατά δεύτερον, επί της ουσίας, ζήτησαν την παροχή προσβάσεως στο σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τον BA, μέσω του OCIP, και τον εκ μέρους του εν λόγω εποπτικού οργάνου προσδιορισμό των υπευθύνων της επεξεργασίας και των ενδεχόμενων αποδεκτών των δεδομένων αυτών.
Σε περίπτωση κατά την οποία το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 42, παράγραφος 2, του LPD επιτρέπει τον κατά σύστημα περιορισμό της προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από τις αστυνομικές υπηρεσίες, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ζήτησαν, επικουρικώς, την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο όσον αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν τα άρθρα 14, 15 και 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με τα άρθρα 8 και 47, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δέχεται γενική και συστηματική παρέκκλιση από το δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον, αφενός, το συγκεκριμένο δικαίωμα ασκείται μέσω της εποπτικής αρχής και, αφετέρου, δύναται να περιορίζεται απλώς στην επισήμανση προς το υποκείμενο των δεδομένων ότι διενεργήθηκαν όλες οι αναγκαίες επαληθεύσεις, χωρίς να γνωστοποιούνται στο εν λόγω υποκείμενο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας και οι αποδέκτες, τούτο δε ανεξαρτήτως του επιδιωκομένου σκοπού.
Με διάταξη της 17ης Μαΐου 2021, το tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών) έκρινε εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.
Με δικόγραφο που κατατέθηκε στις 15 Ιουνίου 2021 ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών), οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της ως άνω διατάξεως. Κατ’ ουσίαν, προέβαλαν εκ νέου τα αιτήματα που είχαν υποβάλει πρωτοδίκως.
Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, εν συνόψει, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσωπικώς τα δικαιώματα που προβλέπει η οδηγία (ΕΕ) 2016/680, η αγωγή παραλείψεως η οποία προβλέπεται στα άρθρα 209 επ. του LPD δεν μπορεί να ασκηθεί. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, μια τέτοια αγωγή μπορεί να ασκηθεί κατά του υπευθύνου της επεξεργασίας, αλλά όχι κατά της ίδιας της εποπτικής αρχής. Εν συνεχεία, η συγκεκριμένη αγωγή δεν μπορεί να ασκηθεί ούτε από το πρόσωπο αυτό, εν προκειμένω τον BA, κατά του υπευθύνου επεξεργασίας, δεδομένου ότι η άσκηση των δικαιωμάτων του έχει ανατεθεί στην εν λόγω αρχή. Τέλος, η όλως συνοπτική ενημέρωση που παρέσχε το OCIP στον BA δεν καθιστά δυνατό ούτε στο συγκεκριμένο πρόσωπο ούτε σε δικαστήριο να εκτιμήσουν αν η εν λόγω εποπτική αρχή άσκησε προσηκόντως τα δικαιώματα του προσώπου αυτού. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, μολονότι ο LPD προβλέπει ότι η αγωγή παραλείψεως δεν θίγει το δικαίωμα ασκήσεως οποιασδήποτε άλλης ένδικης, διοικητικής ή εξώδικης προσφυγής, η εκ μέρους του BA άσκηση κάποιας από τις άλλες προσφυγές θα προσέκρουε στις ίδιες δυσχέρειες.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 17 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφος 3, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι οσάκις τα δικαιώματα προσώπου ασκούνται, κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 17, μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής, η δε αρχή ενημερώνει το πρόσωπο αυτό για το αποτέλεσμα των επαληθεύσεων που διενεργήθηκαν, το συγκεκριμένο πρόσωπο πρέπει να έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά της αποφάσεως της εν λόγω αρχής περί περατώσεως της διαδικασίας επαληθεύσεως.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
Πηγή: lawspot.gr