H απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ υπενθυμίζει την σημασία της πρόβλεψης ειδικών εσωτερικών οργάνων εποπτείας των εθνικών δικαστηρίων
Δημοσιεύθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-245/20 (X, Z κατά Ολλανδικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 55 παρ.3 Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.
Το ιστορικό της υπόθεσης και το προδικαστικό ερώτημα.
Στις 30 Οκτωβρίου 2018 συζητήθηκε ενώπιον του Ολλανδικού Συμβουλίου της Επικρατείας (Raad van State) μια διοικητική διαφορά μεταξύ του Ζ και του δημάρχου της Ουτρέχτης. Στο πλαίσιο της εν λόγω ένδικης διαφοράς, ο Ζ εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Χ.
Μετά τη συνεδρίαση, και παρουσία του δικηγόρου Χ, ο Ζ προσεγγίστηκε από ένα πρόσωπο, το οποίο συστήθηκε ως δημοσιογράφος. Ο εν λόγω δημοσιογράφος είχε στην κατοχή του διάφορα διαδικαστικά έγγραφα από τη δικογραφία. Κατά τη μεταξύ τους συζήτηση, ο X διαπίστωσε ότι ο δημοσιογράφος είχε στην κατοχή του έγγραφα από τον φάκελο της δικογραφίας της υπόθεσης, περιλαμβανομένων των εγγράφων που ο ίδιος είχε συντάξει, στα οποία μεταξύ άλλων εμφανίζονταν το όνομα και η διεύθυνσή του καθώς και ο αριθμός μητρώου πολίτη του Z. Ο δημοσιογράφος του επισήμανε ότι τα στοιχεία αυτά είχαν τεθεί στη διάθεσή του δυνάμει του δικαιώματος πρόσβασης στη δικογραφία το οποίο παρέχει στους δημοσιογράφους το τμήμα διοικητικών διαφορών του Raad van State.
Μετά από σχετική ερώτηση, ο πρόεδρος του τμήματος διοικητικών διαφορών του Raad van State επιβεβαίωσε στον X ότι το τμήμα παρείχε στα μέσα ενημέρωσης ορισμένα στοιχεία σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις. Του επισήμανε ότι, την ημέρα της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, η υπηρεσία επικοινωνίας του δικαστηρίου έθετε στη διάθεση των παρόντων δημοσιογράφων ορισμένα έγγραφα προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις, ήτοι αντίγραφο του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, αντίγραφο του υπομνήματος αντίκρουσης και, ενδεχομένως, αντίγραφο της προσβαλλομένης δικαστικής απόφασης, τα οποία καταστρέφονταν στο τέλος της ημέρας.
Οι X και Z απευθύνθηκαν στην Ολλανδική Αρχή AP, ζητώντας της να λάβει έναντι του δικαστηρίου «μέτρα συμμορφώσεως» προς τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίστηκαν ότι το δικαστήριο, επιτρέποντας σε δημοσιογράφους να έχουν πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα τους, προερχόμενα από έγγραφα δικογραφίας, είχε παραβιάσει τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων.
Η AP έκρινε πως είναι αναρμόδια να επιληφθεί της καταγγελίας, επισημαίνοντας πως, δυνάμει του άρθρου 55 παρ. 3 ΓΚΠΔ, δεν νομιμοποιείται να ελέγχει τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργεί το Raad van State. Εν συνεχεία, διαβίβασε τις αιτήσεις των X και Z στην επιτροπή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τα διοικητικά δικαστήρια, η οποία με τη σειρά της τις διαβίβασε στον πρόεδρο του τμήματος διοικητικών διαφορών του ολλανδικού δικαστηρίου.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 55 προβλέπει ότι:
3. Οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαστικής τους αρμοδιότητας.
Η συναφής αιτιολογική σκέψη 20 ορίζει ότι:
(20) Ενώ ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες των δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα μπορούσε να εξειδικεύει τις πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές. Η αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαστική τους ιδιότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων. Η εποπτεία των εν λόγω πράξεων επεξεργασίας δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ανατεθεί σε ειδικούς φορείς στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους, το οποίο θα πρέπει ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού, να ευαισθητοποιεί μέλη των δικαστικών λειτουργών όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού και να επιλαμβάνεται καταγγελιών σε σχέση με τις εν λόγω διαδικασίες επεξεργασίας δεδομένων.
Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με το από 4-3-2021 Διορθωτικό, με αντικατάσταση της λέξης «δικαιοδοτική» σε «δικαστική».
Οι Χ και Ζ προσέβαλαν την απόφαση της AP ενώπιον του πρωτοδικείου κεντρικών Κάτω Χωρών, το οποίο με τη σειρά του αποφάσισε να υποβάλει στο ΔΕΕ το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/679 την έννοια ότι με τη φράση “πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας” μπορεί να νοείται η παροχή προσβάσεως σε διαδικαστικά έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από δικαστική αρχή, όταν η πρόσβαση αυτή τελείται μέσω της χορηγήσεως αντιγράφων των εν λόγω διαδικαστικών εγγράφων σε δημοσιογράφο, όπως αναλυτικά παρατίθεται στη διάταξη περί παραπομπής;
– Έχει σημασία για την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αν ο έλεγχος που διενεργείται από την εθνική εποπτική αρχή και αφορά τέτοιου είδους επεξεργασία δεδομένων θίγει την ανεξάρτητη δικαστική κρίση σε σχέση με επιμέρους υποθέσεις;
– Έχει σημασία για την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα το γεγονός ότι, κατά τη δικαστική αρχή, η φύση και ο σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων συνίσταται στην πληροφόρηση των δημοσιογράφων, η οποία τους επιτρέπει να ενημερώνουν καλύτερα το κοινό σχετικά με δημόσια συνεδρίαση που διεξάγεται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, πράγμα που συμβάλλει στην εφαρμογή της αρχής της δημοσιότητας και της διαφάνειας των ένδικων διαδικασιών;
– Έχει σημασία για την απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αν η επεξεργασία των δεδομένων στηρίζεται σε ρητή εθνική νομική βάση;»
Οι ισχυρισμοί των αντιδίκων και οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα.
Ο Ζ ισχυρίστηκε ότι «το υποβληθέν ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο». Κατά την άποψή του, το αιτούν δικαστήριο δεν κατέστησε σαφές πως «η επεξεργασία των οικείων δεδομένων ανήκει στην αρμοδιότητα όχι του τμήματος διοικητικών διαφορών του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας), αλλά της υπηρεσίας του επικοινωνιών, η οποία δεν είναι δικαστήριο».
Περαιτέρω, ο Ζ. ζήτησε από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου να ακυρώσει το άρθρο 55 παρ.3 του Κανονισμού. Τούτο διότι, «η έλλειψη αρμοδιότητας της οικείας εποπτικής αρχής όσον αφορά τις πράξεις επεξεργασίας που πραγματοποιούν τα δικαστήρια «στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας», την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν συνοδεύεται από την υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν συγκεκριμένους τρόπους εποπτείας των εν λόγω πράξεων επεξεργασίας, όπερ αντιβαίνει στις απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής»1.
Η Επιτροπή υποστήριξε ότι στον όρο «ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας» προσήκει αμιγώς λειτουργικού χαρακτήρα προσέγγιση και στενή ερμηνεία. Κατά την Επιτροπή, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αιτιολογική σκέψη 20 του ΓΚΠΔ και στον σκοπό της διαφύλαξης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Από τη σκοπιά αυτή, μόνον οι δραστηριότητες που έχουν ή θα μπορούσαν να έχουν άμεση σχέση με τη δικαστική «λήψη αποφάσεων» πρέπει να περιλαμβάνονται στην έννοια της «δικαιοδοτικής αρμοδιότητας», οπότε μόνον αυτές οι δραστηριότητες δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εποπτικών αρχών.
Όλοι οι άλλοι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία υποστήριξαν την αντίθετη άποψη: Η χρήση της λέξης «περιλαμβανομένης», στην αιτιολογική σκέψη 20 του ΓΚΠΔ, υποδηλώνει ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν να ερμηνεύεται στενά ο όρος «ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας» και ότι ο σκοπός της διαφύλαξης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως.
Ο Γενικός Εισαγγελέας Μπόμπεκ συντάχθηκε με την τελευταία αυτή άποψη. Σύμφωνα με τις προτάσεις του, το άρθρο 55 παρ.3 ΓΚΠΔ, εν πρώτοις, δεν εισάγει εξαίρεση από τη γενική απαίτηση εποπτείας2, απλώς αναφέρεται στην πραγματοποίησή της από όργανο διαφορετικό από την εποπτική αρχή του άρθρου 55 παρ.1 ΓΚΠΔ. Ο Γ.Ε. επεσήμανε ότι δεν συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής πως η σχέση μεταξύ των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού «πρέπει να περιοριστεί στην απλουστευτική λογική της σχέσης εξαίρεσης-κανόνα», αφού μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση έχει ήδη απορριφθεί από το Δικαστήριο στην υπόθεση Facebook Ireland κ.λπ. (C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψεις 47 έως 50). Κατά τούτο, το άρθρο 55 παρ.3 φαίνεται να αποτελεί μια αυτοτελή ειδική διάταξη, μέσα σε ένα «περίπλοκο σύστημα ανάθεσης εποπτείας», που εισάγεται από τα άρθρα 55 και 56, «με βάση ορισμένα εδάφη, ορισμένα είδη επεξεργασίας και ορισμένους ενδιαφερομένους».
Ως προς τον όρο «δικαιοδοτική/δικαστική αρμοδιότητα», ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε πως οι λέξεις «προκειμένου να» και «περιλαμβανομένης» της αιτιολογικής 20 υποδηλώνουν την ευρεία ερμηνεία που προσήκει. Ειδικά η προσθήκη της λέξης «περιλαμβανομένης» πριν από τις λέξεις «της λήψης αποφάσεων», στη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 20 του ΓΚΠΔ, δημιουργεί έναν σύνδεσμο, ο οποίος υποδηλώνει «ότι η έννοια της «δικαιοδοτικής αρμοδιότητας» πρέπει να ερμηνεύεται ευρύτερα από το να περιλαμβάνει απλώς τις επιμέρους αποφάσεις που αφορούν μια συγκεκριμένη υπόθεση. Ως εκ τούτου, και πάλι, δεν είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι κάθε επιμέρους δραστηριότητα επεξεργασίας δεν θίγει, ορατά και σαφώς, το έργο της διαφύλαξης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Αντιθέτως, ένα δικαστήριο μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ότι ενεργεί στο πλαίσιο της «δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας» ακόμη και όταν εκτελεί δραστηριότητες που αφορούν τη γενική λειτουργία της δικαστικής εξουσίας ή την εν γένει οργάνωση και διαχείριση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται, για παράδειγμα, για τη συγκέντρωση και αποθήκευση φακέλων, την ανάθεση υποθέσεων σε δικαστές, τη συνένωση υποθέσεων, την επιμήκυνση προθεσμιών, τη διεξαγωγή και την οργάνωση των συνεδριάσεων, τη δημοσίευση και τη διάδοση των αποφάσεών του προς όφελος του ευρέος κοινού (οπωσδήποτε στην περίπτωση των ανώτερων δικαστηρίων) ή ακόμη και την εκπαίδευση των νέων δικαστών».
Πέραν των περιπτώσεων αυτών, ο Γενικός Εισαγγελέας διακρίνει άλλες δύο κατηγορίες δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να συνδέονται οριακά με τα ως άνω κριτήρια.
Την πρώτη κατηγορία αποτελούν οι «δραστηριότητες οριακού χαρακτήρα», οι οποίες εκτελούνται από δικαστήρια και οι οποίες ενδέχεται να μη σχετίζονται άμεσα με μια δικαστική απόφαση σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά μπορεί να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη δικαιοδοτική διαδικασία. Ως παραδείγματα αυτών αναφέρονται η ανάθεση υποθέσεων από τον πρόεδρο δικαστηρίου, η διαρρύθμιση, η διάταξη των καθισμάτων ή η διαχείριση των δικαστικών αιθουσών όταν το δικαστήριο συνεδριάζει, η εφαρμογή μέτρων ασφαλείας για τους επισκέπτες, τους διαδίκους και τους εκπροσώπους τους, η βιντεοσκόπηση ή ενδεχομένως ακόμη και τηλεοπτική αναμετάδοση των συνεδριάσεων, η αποκλειστική πρόσβαση του Τύπου στις συνεδριάσεις, ή ακόμη και η πληροφόρηση που είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο δικαστηρίου σχετικά με τις συνεδριάσεις και τις αποφάσεις.
Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται, εκ πρώτης όψεως, αμιγώς με διοικητικά καθήκοντα. Τέτοιες δραστηριότητες μπορούν να είναι η συντήρηση των κτιριακών εγκαταστάσεων του δικαστηρίου, η σύναψη συμβάσεων για υπηρεσίες τροφοδοσίας ή η συνήθης διαχείριση των προμηθειών και της συντήρησης ενός θεσμικού φορέα και ενός χώρου εργασίας ή ακόμη και πιο οριακές περιπτώσεις, όπως η μισθοδοσία των δικαστών.
Με βάση τα ανωτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας καταλήγει ότι: «Συμπερασματικά, επομένως, και υπό το πρίσμα της βούλησης του νομοθέτη, η οποία διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 20 του ΓΚΠΔ, η προσέγγιση όσον αφορά την κατηγοριοποίηση των δραστηριοτήτων που ασκούνται στο πλαίσιο της «δικαιοδοτικής αρμοδιότητας» δεν μπορεί να είναι ατομική και κατά περίπτωση, εστιάζοντας στην πιθανή καταπάτηση του «δικαιοδοτικού» χαρακτήρα υπό τις περιστάσεις μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Τέτοια προσέγγιση θα ήταν εξ ορισμού πραγματολογική και περιστασιακή, άλλοτε ευρύτερη και άλλοτε στενότερη. Επομένως, η εφαρμοστέα προσέγγιση για την ερμηνεία της έννοιας αυτής πρέπει να έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα (ήτοι να βασίζεται στο είδος της δραστηριότητας) και να έχει, εκ φύσεως, προληπτικό χαρακτήρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, υπό το πρίσμα της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, στις περιπτώσεις οριακών υποθέσεων δραστηριοτήτων που ασκούνται από τα δικαστήρια, αν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τον χαρακτήρα ενός είδους δραστηριότητας ή αν υφίσταται απλώς το ενδεχόμενο η εποπτεία της δραστηριότητας αυτής να έχει αντίκτυπο στην ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, η εν λόγω δραστηριότητα θα πρέπει (διαρθρωτικά) να μην εμπίπτει στην αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής του άρθρου 55, παράγραφος 1.»
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό του Ζ περί απαραδέκτου, σύμφωνα με το τεκμήριο λυσιτέλειας, που διέπει τα ερωτήματα που αφορούν στο δίκαιο της Ένωσης. Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό του, το ΔΕΕ συντάχθηκε με τον Γενικό Εισαγγελέα, κρίνοντας ότι: «η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 2016/679, ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 55, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, δεν θέλησε να εξαιρέσει από κάθε εποπτεία τις πράξεις επεξεργασίας που διενεργούν τα δικαστήρια «στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας», αλλά απλώς απέκλεισε την ανάθεση της εποπτείας των πράξεων αυτών σε εξωτερική αρχή».
Θα μπορούσε να παρατηρηθεί πως το Δικαστήριο απέφυγε να πάρει θέση στο μείζον ζήτημα που τέθηκε ως προς την εφαρμογή των απαιτήσεων του Γενικού Κανονισμού σε περιπτώσεις όπου δεν έχει οριστεί ή συσταθεί ο «ειδικός φορέας» της αιτιολογικής 203.
Ακολούθως το Δικαστήριο επιχειρεί να προσδιορίσει την έννοια της δικαιοδοτικής-δικαστικής αρμοδιότητας, επί της οποίας και κρίνεται η εξαίρεση του άρθρου 55 παρ.3. Προς τούτο, το ΔΕΕ υπενθυμίζει πως «για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη νομοθεσία της οποίας αποτελεί μέρος».
Το πρώτο ερμηνευτικό επιχείρημα για την κρίση του Δικαστηρίου αντλείται από την αιτιολογική 20 και τη λέξη «περιλαμβανομένης», όπως αυτή επισημάνθηκε με τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα: «από το ίδιο το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 20 του κανονισμού 2016/679, και ιδίως από τη χρήση της εκφράσεως «περιλαμβανομένης», προκύπτει ότι το περιεχόμενο του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 55, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών στο πλαίσιο της εκδόσεως συγκεκριμένης δικαστικής αποφάσεως».
Περαιτέρω, το ΔΕΕ παραπέμπει στην πάγια νομολογία του για την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών: «Πράγματι, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών προϋποθέτει, γενικώς, ότι τα δικαστικά καθήκοντα ασκούνται με πλήρη αυτονομία, χωρίς τα δικαστήρια να υπόκεινται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής και χωρίς να λαμβάνουν εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως, προστατευόμενα τοιουτοτρόπως από κάθε εξωτερική παρέμβαση ή πίεση ικανή να θίξει την ανεξάρτητη κρίση των μελών τους και να επηρεάσει τις αποφάσεις τους. Ο σεβασμός των εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας οι οποίες απαιτούνται βάσει του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτει την ύπαρξη κανόνων που να μην αφήνουν περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη θωράκιση του επίμαχου οργάνου απέναντι σε εξωτερικούς παράγοντες και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων».
«Ως εκ τούτου» καταλήγει το σκεπτικό, «η αναφορά του άρθρου 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/679 στις πράξεις επεξεργασίας τις οποίες διενεργούν τα δικαστήρια «στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας» έχει, στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού, την έννοια ότι δεν περιορίζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία εκτελούν τα δικαστήρια στο πλαίσιο συγκεκριμένων υποθέσεων, αλλά ότι αφορά, γενικότερα, το σύνολο των πράξεων επεξεργασίας τις οποίες διενεργούν τα δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους δραστηριότητας, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής οι πράξεις επεξεργασίας των οποίων ο έλεγχος από την αρχή αυτή θα μπορούσε, άμεσα ή έμμεσα4, να επηρεάσει την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και να βαρύνει στις αποφάσεις τους».
Αφού λοιπόν το ΔΕΕ θέτει το ως άνω γενικό κριτήριο για την υπαγωγή στο άρθρο 55 παρ.35, στη συνέχεια εξειδικεύει την κρίση του στην επίδικη πράξη επεξεργασίας. Σύμφωνα με την απόφαση:
«37. Όσον αφορά επεξεργασία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, διαπιστώνεται ότι, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των ουσιαστικών υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 2016/679, εκφεύγει, μεταξύ άλλων, της αρμοδιότητας της εποπτικής αρχής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία εκτελείται από τα δικαστήρια στο πλαίσιο της πολιτικής τους περί επικοινωνίας στις υποθέσεις τις οποίες καλούνται να κρίνουν, όπως είναι η επεξεργασία η οποία συνίσταται στην προσωρινή διάθεση σε δημοσιογράφους εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα δημοσιογραφικής καλύψεως της οικείας δικαστικής διαδικασίας.
38. Πράγματι, ο καθορισμός, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και της συνάφειας συγκεκριμένης υποθέσεως, των πληροφοριών που προέρχονται από φάκελο δικογραφίας δικαστικής διαδικασίας οι οποίες μπορούν να παρασχεθούν σε δημοσιογράφους με σκοπό να τους παράσχουν τη δυνατότητα να ενημερώσουν για την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας ή να διαφωτίσουν την τάδε ή τη δείνα πτυχή της εκδοθείσας αποφάσεως συνδέεται σαφώς με την άσκηση, από τα δικαστήρια αυτά, της «δικαιοδοτικής αρμοδιότητάς» τους, της οποίας η εποπτεία από εξωτερική αρχή θα μπορούσε να θίξει, γενικώς, την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.»
Κατά ταύτα, το ΔΕΕ δικαιώνει την Ολλανδική Αρχή Προστασίας Δεδομένων στην κρίση της πως ήταν αναρμόδια να επιληφθεί του ζητήματος.
- 1.Πράγματι, όπως παρατέθηκε και ανωτέρω, η ανάθεση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της εποπτικής αρχής σε «ειδικούς φορείς» των δικαστηρίων αναφέρεται ως δυνητική επιλογή στην αιτιολογική 20, ενώ δεν προβλέπεται καθόλου στο άρθρο 55. Τούτο δε, παρά το γεγονός πως η ίδια αιτιολογική αναφέρει ρητώς πως ο Κανονισμός εφαρμόζεται και στις δραστηριότητες των δικαστηρίων.
- 2.«Συγκεκριμένα, εφόσον μια πράξη επεξεργασίας εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ, υπόκειται, αντίστοιχα, επίσης στην απαίτηση να εποπτεύεται από ανεξάρτητη αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ γενικότερα.»
- 3.Υπενθυμίζεται ότι, σε αντίθεση με το αρχικό σχέδιο νόμου που προέβλεπε (άρθρο 65) τις αρμόδιες Εποπτικές Αρχές Δικαστηρίων και Εισαγγελικών Αρχών, ο Ν.4624/2019 δεν έφερε αντίστοιχη ρύθμιση, περιοριζόμενος στην πρόβλεψη ότι: «Η Αρχή δεν είναι αρμόδια να ελέγχει πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών τους καθηκόντων…» (άρθρο 10 παρ.5). Επ’ αυτού, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα παρατήρησε (Γνωμ.1/2020) ότι: «Επισημαίνεται ότι ναι μεν ο έλεγχος των πράξεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών τους καθηκόντων δεν ανήκει στις αρμοδιότητες της Αρχής, και αυτές οι πράξεις όμως υπόκεινται στον ΓΚΠΔ. Ως εκ τούτου επιβάλλεται να εξασφαλιστεί έλεγχος της τήρησης των κανόνων αυτών από δικαστικά όργανα». Βλ. και Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Συνταγματική θεώρηση του νόμου περί προστασίας δεδομένων (N 4624/2019), ΔιΜΕΕ τ.3/2019, σελ.334-335, Ι. Γριβοκωστόπουλος, Κριτική ανάλυση του Ν. 4624/2019, Επιθεώρηση Δικαίου Πληροφορικής, Τ.1 (2021)
- 4.Ο Γενικός Εισαγγελέας παρατηρεί ότι: «Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επέμενε διαρκώς ότι, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 55, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ, πρέπει να υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της επεξεργασίας των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μιας συγκεκριμένης εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας. [….] Αν η έννοια της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών έχει κάποιο νόημα στο πλαίσιο αυτό, αυτό συνίσταται πρωτίστως στη θωράκιση της δικαστικής λειτουργίας από τις έμμεσες υποδείξεις, πιέσεις ή επιρροές. Αν η πιο πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου αποδεικνύει κάτι, αυτό είναι ότι οι έμμεσες απειλές κατά της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών είναι, στην πράξη, συχνότερες από τις άμεσες. […] Για όλους τους ανωτέρω λόγους, δεν μπορώ να ενστερνιστώ την προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά την ερμηνεία του όρου «ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας», που προβλέπεται στο άρθρο 55, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ. Ουσιαστικά, η προσέγγιση αυτή θα ισοδυναμούσε με το να επιτρέπεται η διοικητική εποπτεία, που προβλέπεται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός αν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος με τη λήψη απόφασης από δικαστήριο, κατά πάσα πιθανότητα ακόμη και κάποιος ευδιάκριτος αντίκτυπος στη λήψη τέτοιας απόφασης. Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω προσέγγιση παραβλέπει ποιος θα έπρεπε να είναι, κανονικά, ο σκοπός της διασφάλισης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.»
- 5.Το Δικαστήριο δεν επιβεβαιώνει την κρίση του Γενικού Εισαγγελέα περί αυτοτελούς ειδικής διάταξης και όχι εξαίρεσης από τον κανόνα της παραγράφου 1, ούτε επιχειρεί να αναλύσει διεξοδικά την έννοια της δικαιοδοτικής/δικαστικής αρμοδιότητας, θέτοντας συγκεκριμένα παραδείγματα και κατηγορίες. Αντ’ αυτού, διαμορφώνει ένα γενικό κριτήριο και περιορίζεται στο να κρίνει ειδικά την εξεταζόμενη πράξη επεξεργασίας.
Πηγή: lawspot.gr